Το πρώτο: Τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι συγγενείς μας κατέφευγαν στο μητροπολίτη της κοντινής επαρχιακής μας κωμόπολης με την παράκληση να προσευχηθεί για μας, να μη σκοτωθούμε. Και το έπραττε. Εφαρμόζοντας όμως το "εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν"! Είχε καθορισμένη ταρίφα. Επαιρνε, τόσα προσευχόμενος όρθιος, διπλάσια γονατιστός! Ετσι, ο "ενάρετος" αυτός ιεράρχης, χόντραινε το πουγκί του με χιλιάρικα, την ώρα που οι φαντάροι στο μέτωπο δέχονταν σφαίρες στα κορμιά τους, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα. Οταν κατοπινά εισέβαλαν στη χώρα μας οι κατακτητές, ο εν λόγω μητροπολίτης βρήκε τον τρόπο να τα πάει καλά μαζί τους. Και δε συγκινήθηκε και δεν έπραττε τίποτα όταν είχαν αρχίσει οι ομαδικές εκτελέσεις των χωρικών στις πλατείες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ταπεινοί παπάδες, πιστοί στο θρησκευτικό και πατριωτικό καθήκον τους.
Το δεύτερο περιστατικό: Καλοκαίρι του '44 στο Βόλο. Ενα παλικαράκι δεκάξι - δεκαεφτά χρονών, το είχαν απομονώσει οι κατακτητές στο κελί των μελλοθανάτων. Το πρωί θα το εκτελούσαν. Ο εφημέριος της συνοικίας θεώρησε θρησκευτικό του καθήκον να επισκεφθεί το μελλοθάνατο παλικαράκι, να το μεταλάβει και να το εξομολογήσει. Δεν είχε όμως τίποτα να του πει. "Δεν πρόφτασα πάτερ", είπε, "ούτε τους συγγενείς μου να γνωρίσω. Δεν έκανα τίποτα κακό. Μόνο που μπήκα στην ΕΠΟΝ και αγωνιζόμουν μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Δε μετανιώνω γι' αυτό. Και δε φοβάμαι που θα με εκτελέσουν. Μια παράκληση έχω. Να πείτε στη μανούλα μου να μην πονέσει για μένα, 'ναι περήφανη. Πεθαίνω για την πατρίδα"! Οταν τα άκουσε αυτά ο εφημέριος, ξέσπασε σε κλάμα. Το παλικαράκι προσπαθούσε να πείσει τον ιερωμένο να μη λυπάται, ότι πεθαίνει για την πατρίδα. Το μόνο που ζητούσε ήταν να πάει το μήνυμα στη μανούλα του. Και τότε συνέβη κάτι πολύ πιο πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα. Το μελλοθάνατο παλικαράκι παρηγορούσε και ενθάρρυνε τον ιερωμένο που είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
Οταν συνήλθε, συντριμμένος τράβηξε στη διοίκηση των Γερμανών. Πήγε να τους παρακαλέσει να μη το εκτελέσουν αυτό το Ελληνόπουλο. Δεν τον δέχτηκαν. Πήγε μετά στο μητροπολίτη. Και πήρε την απάντηση: Να μην ανακατώνεται με τέτοιες υποθέσεις! Εκώφευσε στις εκκλήσεις του. Εκώφευε και όταν η πόλη συγκλονιζόταν απ' τις οιμωγές των βασανιζομένων πατριωτών στο κολαστήριο της Κίτρινης Αποθήκης. Εκεί που άφηναν τη στερνή πνοή τους οι αγωνιστές της ελευθερίας. Και το δεκαεφτάχρονο παλικαράκι οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Υπάρχει και ένα άλλο σύμβολο που αντί να φωτίζει, τυφλώνει. Είναι το "Αγαλμα της Ελευθερίας" των ΗΠΑ. Εγραψε γι' αυτό ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης: "Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει τους ουρανούς το στέμμα σου/. Το φως σου, χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου./ Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου... ".
Δυο χιλιάδες χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, θα μπορούσε ο κάθε μητροπολίτης, αν όχι και ο κάθε πιστός, ανατρέχοντας στο παρελθόν, να βγάλει κάποια συμπεράσματα. Πόσα κεφάλαια από τη διδασκαλία του χριστιανισμού, έγιναν πράξη; Προς τα πού πορεύτηκε η ανθρωπότητα; Είπε ο Κύριος: Ειρήνη Υμίν! Πόσοι πόλεμοι ακολούθησαν; Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι κατασφάχτηκαν; Και τι έκανε η Εκκλησία, ο ανώτατος κλήρος; Ευλογούσε τα όπλα. Είπε ο Κύριος: Αγαπάτε αλλήλους! Και τι έκανε η Εκκλησία; Καλλιεργούσε το μίσος ανάμεσα στους λαούς και τα άτομα που είχαν άλλη πίστη και άλλα ιδανικά. Είπε ο Κύριος: Ο έχων δύο χιτώνας δίνει τον έναν! Πόσους "χιτώνες", πόσες τράπεζες, ακίνητα, εκτάσεις γης και τόσα άλλα διατηρεί και σήμερα σαν περιουσία της η Εκκλησία; Γιατί δεν τα μοιράζει στους πεινασμένους και άστεγους; Πόσους θησαυρούς έχουν σωρευμένους οι κυρίαρχοι του κόσμου, όταν τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και εκατομμύρια πεθαίνουν από την πείνα;
Και το ερώτημα: Γιατί έγινε αυτό το παραστράτημα από τη διδασκαλία του χριστιανισμού; Για τον απλούστατο λόγο: Επειδή η Εκκλησία πέρασε στα χέρια της άρχουσας τάξης και έγινε όργανο καταπίεσης και αποβλάκωσης των μαζών. Επειδή και οι κορυφαίοι του κλήρου έπαιζαν αυτό το ρόλο. Συγκυβερνούσαν με τους εξουσιαστές, συγκαταπίεζαν τους διψασμένους για λευτεριά και δικαιοσύνη.
Ε, φτάνει πια! Οι Ελληνες, όπου και αν ανήκουμε, οφείλουμε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας από το ρόλο του ανώτατου κλήρου στην πορεία του έθνους μας ως τα τώρα. Να τους διαχωρίσουμε από τους ταπεινούς ιερωμένους που εκτέλεσαν και οι ζώντες εκτελούν με συνείδηση το θρησκευτικό τους καθήκον, για το καλό του λαού και της πατρίδας. Να διαφυλάξουμε τα ιερά και τα όσια του ματοβαμμένου τόπου μας, από τους λογής φαρισαίους που τον κατατρώνε!
Δημήτρης ΚΗΠΟΥΡΟΣ