Η ηγεσία της ΝΔ, και με τη στάση της απέναντι στο θέμα της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων δε διέψευσε -ούτε θα μπορούσε- την εμπιστοσύνη που της έχει η άρχουσα τάξη, η οποία έχει συνηθίσει να τη θεωρεί δεδομένη και προβλέψιμη μέχρι κεραίας.
«Είμαστε από θέση αρχής υπέρ της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας», διακήρυξε ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος ταυτόχρονα βρήκε καθυστερημένα και αποσπασματικά τα μέτρα της κυβέρνησης. Επιπλέον προσπάθησε να πλειοδοτήσει σε πιο νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και να ασκήσει πιέσεις από «πιο δεξιές» θέσεις - αν είναι δυνατόν να γίνει κριτική στο ΠΑΣΟΚ από πιο δεξιά. Ετσι, ζητά τα «πέντε μέτρα» της κυβέρνησης να ενταχθούν σε μια συνολικότερη πολιτική απασχόλησης, η οποία θα περιλαμβάνει το σύνολο των νεοφιλελεύθερων επιλογών: περισσότερα κίνητρα στις επιχειρήσεις και το κεφάλαιο για επενδύσεις, μειώσεις φορολογικών συντελεστών, επείγουσες ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, σύνδεση της παιδείας με την παραγωγή, κατάργηση του «μονοπωλίου» του ΟΑΕΔ στο σύστημα κατάρτισης και εκπαίδευσης κλπ. Προφανώς, όλα αυτά τα λέει τόσο για να δείξει ότι είναι ο αυθεντικός εκφραστής του νεοφιλελευθερισμού και της ευρωπαϊκής προοπτικής, αλλά και για να συμβάλλει στη δημιουργία των προϋποθέσεων, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική συναίνεση στις επιχειρούμενες νεοφιλελεύθερες επιλογές.
Ακριβώς για να προωθήσει αποτελεσματικότερα τον τελευταίο στόχο εμφανίζεται φανατικός οπαδός του «κοινωνικού διαλόγου», τον οποίο μάλιστα έσπευσε να κάνει πρώτος πράξη, και να συναντηθεί με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ και της ΓΣΕΒΕΕ. Γνώριζε, βέβαια, πολύ καλά και εκ των προτέρων το αποτέλεσμα αυτού του «διαλόγου» και φυσικά δεν είχε τίποτα να φοβηθεί για την πολιτική που υποστηρίζει. Ομως η εμμονή στον «κοινωνικό διάλογο» εξηγείται και από το γεγονός ότι η ηγεσία της ΝΔ θέλει να ενισχύσει την εικόνα του «μετριοπαθούς» κόμματος, που του αξίζει να κατακτήσει μια καλή θέση στο «μεσαίο χώρο», παρόλο που εκφράζει και εφαρμόζει μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία όμως θεωρεί ότι είναι «μονόδρομος» και υποστηρίζεται «σχεδόν από όλους τους Ελληνες».
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Κ. Καραμανλής είναι συνεπής τόσο με το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματός του, με το οποίο τασσόταν καθαρά υπέρ της «αύξησης της ευλυγισίας στην αγορά εργασίας και την επέκταση της μερικής απασχόλησης», όσο και με τη βασική αρχή της αντιπολιτευτικής γραμμής πλεύσης, δηλαδή της συναίνεσης και συνεννόησης σε όλα τα μεγάλα θέματα. Επιπλέον, ο πρόεδρος της ΝΔ έχει διακηρύξει επανειλημμένα ότι όσο η κυβέρνηση προχωρά σε πιο φιλελεύθερη πολιτική και υιοθετεί το πρόγραμμα του κόμματός του θα την υποστηρίζει ανοιχτά. Αυτό κάνει και στην περίπτωση των απελευθέρωσης -τόσο εύηχος και γυαλιστερός όρος για να καλύψει μια βάρβαρη επιχείρηση κατά των λαϊκών μαζών- της αγοράς εργασίας.
Ετσι, η ηγεσία της ΝΔ, άλλη μια φορά, αποδεικνύεται ο καλύτερος σύμμαχος της κυβέρνησης και στυλοβάτης της νεοφιλελεύθερης επέλασης. Δε θα πρέπει να παραγνωριστεί και η σοβαρή βοήθεια που προσφέρει με την υιοθέτηση και προβολή των κυβερνητικών στερεοτύπων και οραμάτων, όπως αυτού της συμμετοχής στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ. «Η παραμονή στην πρώτη ταχύτατα της ΕΕ δικαιολογεί νέες θυσίες από τους εργαζόμενους», αποφάνθηκε η αρμόδια περί τα εργασιακά τομεάρχης, Μ. Γιαννάκου - Κουτσίκου.
Οταν το πρωί της περασμένης Δευτέρας ο επικεφαλής της ΔΑΚΕ και γραμματέας της ΓΣΕΕ, Γ. Μανώλης, επιδιδόταν σε φραστικούς λεονταρισμούς και λαϊκισμούς, του τύπου πως «αν η ΝΔ συμφωνήσει με τα κυβερνητικά μέτρα για τις εργασιακές σχέσεις δεν έχει λόγο να υφίσταται ως κόμμα», δεν είχε προφανώς συνειδητοποιήσει ότι περιέγραφε την καρδιά του προβλήματος του κόμματός του. Πραγματικά η ΝΔ παρόλο που είναι κόμμα της αντιπολίτευσης, αυτό που κάνει με συνέπεια είναι να αντιπολιτεύεται τα συμφέροντα των πολλών, τα συμφέροντα των εργαζομένων.