Κυριακή 10 Μάη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
180 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Η διδασκαλία του Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος

Τον Μάη του 1998 κλείνουν 180 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Η θεωρία που δημιούργησε μαζί με το στενό του φίλο και συνεργάτη Φρίντριχ Ενγκελς, συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ιδεολογικής πάλης και να επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα.

Τον τελευταίο καιρό με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την έκδοση του "Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος", είδαν το φως της δημοσιότητας στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της χώρας μας μια σειρά δημοσιεύσεις, που κάνουν λόγο για τη δήθεν επιστροφή του Μαρξ.

Κατ' αρχήν, για όσους πιστεύουν στην κοινωνική πρόοδο και σε μια ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο Μαρξ δεν έφυγε ποτέ για να μπορεί να επιστρέψει. Πάντα ήταν και είναι κοντά μας. Πάντα είναι παρών. Παρά τα όποια ζιγκ ζαγκ της ιστορίας, το έργο του Μαρξ είναι εδώ, ζει και δικαιώνεται. Εκείνοι που έρχονται και παρέρχονται είναι μόνο οι επικριτές και οι αντίπαλοί του.

Ο Κ. Μαρξ ήταν εκείνος, που πρώτος ανακάλυψε το νόμο κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας και απέδειξε επιστημονικά τον ιστορικό μεταβατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και την ανταγωνιστική εκμεταλλευτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού οι βασικές σχέσεις παραγωγής μεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο εμφανίζονται με παραλλαγμένες μορφές, οι οποίες συγκαλύπτουν τη φύση και τον εκμεταλλευτικό τους χαρακτήρα. Μια από αυτές τις μορφές είναι το ίδιο το καπιταλιστικό κέρδος.

Στην ιδεολογική πάλη με την προλεταριακή πολιτική οικονομία, η αστική πολιτική οικονομία έχει αναγάγει το καπιταλιστικό κέρδος σε υπέρτατη δύναμη και σε Θεό της, σε γιατροσόφι διά "πάσαν νόσο", περιτυλίγοντάς το με τη συσκευασία της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Η μαρξιστική θεωρία για το κέρδος

Η διδασκαλία του Καρλ Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος αποτελεί συνέχεια και παραπέρα ανάπτυξη της θεωρίας του για την αξία και την υπεραξία. To κέρδος είναι μια από τις συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης της υπεραξίας.

O Κ. Μαρξ απέδειξε, επιστημονικά, ότι η αξία του εμπορεύματος αποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο (σ), το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) και από την υπεραξία (υ). Συνεπώς, η αξία του εμπορεύματος μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο: (σ+μ+υ), όπου το "σ" από μόνο του είναι παρωχημένη εργασία, που μεταφέρθηκε στο έτοιμο προϊόν, το (μ+υ) είναι η νεοδημιουργημένη αξία από την εργασία των εργατών στο δοσμένο προτσές παραγωγής.

Ξεκινώντας από τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο στοιχεία, διαπιστώνει ότι η αξία των καταναλωμένων μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης αποτελεί τα λεγόμενα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.

Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής και η αξία του εμπορεύματος είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, ο Κ. Μαρξ γράφει:

"Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη, μετριέται με τη δαπάνη σε κεφάλαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη εργασίας". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 43).

Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πηγή της υπεραξίας είναι μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο. Ομως, επειδή στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία παρουσιάζεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν γέννημα ολόκληρου του προκαταβλημένου κεφαλαίου.

Με τον τρόπο αυτό στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας συντελείται η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος.

"Επομένως, το κέρδος, όπως το συναντάμε για πρώτη φορά εδώ, είναι το ίδιο πράγμα με την υπεραξία, με απατηλή όμως μορφή, που προκύπτει ωστόσο με αναγκαιότητα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 55).

Ο φετιχικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού κέρδους προκύπτει και από το γεγονός ότι η αρχική μορφή με την οποία συναντώνται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία στην αγορά εργασίας, μεταμφιέζεται και η ίδια η υπεραξία δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιοποιημένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης του εμπορεύματος, πάνω από την τιμή κόστους του. Γι' αυτό η τιμή κόστους του εμπορεύματος στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται εύκολα σαν να είναι η πραγματική του αξία, έτσι, που "... το κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης των εμπορευμάτων πάνω από την ενυπάρχουσα σε αυτά αξία". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο" τόμος 3, σελ.64).

Δημιουργείται η εντύπωση ότι, το καπιταλιστικό κέρδος είναι γέννημα της ίδιας της πούλησης του εμπορεύματος. Στην πραγματικότητα όμως, η αυτοαύξηση της προκαταβλημένης αξίας (του κεφαλαίου) μπορεί και πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, όπου το "νεογνό" που λέγεται καπιταλιστικό κέρδος, είναι "ώριμο τέκνο" της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δηλαδή, η υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα της παραγωγής και εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Και ενώ η μετατροπή της υπεραξίας στο κέρδος πραγματοποιείται σε απόλυτη αντιστοιχία με τους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, "ωστόσο, το κέρδος είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με την οποία συγκαλύπτεται και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξής της". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ.68).

Το γεγονός ότι σε συνθήκες ύπαρξης μιας αυθόρμητης συγκυρίας της αγοράς, ένας καπιταλιστής μπορεί να πουλήσει το εμπόρευμά του πάνω ή κάτω από την αξία του, δε σημαίνει με κανέναν τρόπο, ότι η υπεραξία και το καπιταλιστικό κέρδος δε δημιουργούνται στη σφαίρα της παραγωγής. Εδώ ισχύει η αρχή, "όπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος". Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές κατορθώνουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους πάνω από την αξία τους κατά 10%, τότε όταν θα γίνουν οι ίδιοι αγοραστές θα πρέπει να πληρώσουν επιπλέον αυτό το 10% στους πουλητές. Με αυτό τον τρόπο, ό,τι θα κερδίσουν σαν πουλητές των εμπορευμάτων τους, θα το χάνουν σαν αγοραστές. Οσο και αν στριφογυρίζει κανείς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και όταν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ισοδύναμα και όταν ανταλλάσσονται μη ισοδύναμα πάλι δε γεννιέται υπεραξία και κέρδος. Δεν μπορεί συνολικά η αστική τάξη μιας χώρας να κερδίζει σε βάρος του εαυτού της.

Συνεπώς στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορεί και δε γίνεται καμία αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων.

Αρα, όπως η υπεραξία, έτσι και το καπιταλιστικό κέρδος, έχουν μόνο μια και μοναδική πηγή της ύπαρξής τους: Την εκμετάλλευση της ξένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας της εργατικής τάξης από το σύνολο της τάξης των καπιταλιστών.

Η πτώση του ποσοστού κέρδους

Με την ανάπτυξη της επιστημονικοτεχνικής προόδου και των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, το μερίδιο του σταθερού κεφαλαίου αυξάνει πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι το μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτό οδηγεί στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, συνεπώς και στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.

Το φαινόμενο αυτό έχει επισημανθεί από τους κλασικούς αστούς οικονομολόγους και τους ανησύχησε πάρα πολύ.

Η κλασική αστική πολιτική οικονομία δεν μπόρεσε να εξηγήσει την πτώση του ποσοστού κέρδους, γιατί οι εκπρόσωποί της δεν τηρούσαν την απαραίτητη ειδοποιό γραμμή μεταξύ του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δεν καταλάβαιναν τη σοβαρότητα των αλλαγών στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και δεν έβλεπαν τις διαφορές ανάμεσα στο κέρδος και στην υπεραξία.

Η αστική πολιτική οικονομία: "Εβλεπε το φαινόμενο και βασανιζόταν να το εξηγήσει με αντιφάσκουσες προσπάθειες. Εχοντας όμως υπόψη τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει ο νόμος αυτός για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το μυστήριο, γύρω από τη λύση του οποίου περιστρέφεται όλη η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Ανταμ Σμιθ, και ότι η διαφορά ανάμεσα στις διάφορες σχολές από τον καιρό του Α. Σμιθ συνίσταται στις διάφορες προσπάθειες για τη λύση του". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 270).

Βέβαια, το ποσοστό κέρδους πέφτει όχι γιατί την εργατική τάξη την εκμεταλλεύεται λιγότερο το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά γιατί σε σχέση με το μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου χρησιμοποιείται σχετικά μικρότερο μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να συμβεί και συμβαίνει με την ταυτόχρονα αυξανόμενη μάζα της υπεραξίας, που ιδιοποιούνται συνολικά οι καπιταλιστές. Η απόλυτη μάζα της υπεραξίας, συνεπώς και του κέρδους, μεγαλώνει λόγω της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης και της συνολικής αριθμητικής δύναμης της εργατικής τάξης.

Στη χώρα μας, η εξέλιξη του μέσου ποσοστού του κέρδους στην περίοδο 1960 - 1981, στον μεταποιητικό τομέα της οικονομίας, κινήθηκε γενικά μεταξύ του 11,9% και 20,8%. Από 26,6% το 1991 έφτασε στο 28,3% το 1992. Μόνο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, το μέσο ποσοστό του κέρδους από 24,1% το 1980 αυξήθηκε στο 39,7% το 1993 (συλλογική εργασία του ΚΜΕ: "Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα: Βαθμός και μορφές". Εκδόσεις ΣΕ, 1984, σελ. 268).

Περίτρανη απόδειξη γι' αυτό είναι και τα συνολικά μεικτά κέρδη των ΑΕ και ΕΠΕ της ελληνικής βιομηχανίας, τα οποία από 182,4 δισ. το 1981 και 944,5 δισ. το 1990, έφτασαν στο 1.901,5 δισ. δρχ. το 1996. Δηλαδή, αυξήθηκαν πάνω από 10 φορές και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης (ICAP - 1998). Είναι γεγονός, πως η τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους να πέφτει, δε γίνεται με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο αυξάνει η οργανική σύνθεση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Οι βασικοί παράγοντες που αντιδρούν στο νόμο της τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει, είναι:

1) Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με την παράταση της εργάσιμης μέρας. Η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση της νέας τεχνικής συνδέεται με την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, η οποία όχι μόνο αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης, αλλά και φρενάρει άμεσα την πτώση του ποσοστού κέρδους.

2) Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους που παράγουν τα μέσα παραγωγής, συμβάλλει στο να γίνονται πιο φτηνά τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου, πράγμα που επιδρά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.3) Ο σχετικός υπερπληθυσμός από τον οποίο δημιουργείται η μαζική ανεργία, συντελεί στην πτώση του μισθού εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνει το κέρδος. Αυτό αντιδρά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.

4) Οι εξωτερικές εμπορικές ανταλλαγές των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών με τις οικονομικά αδύνατες χώρες, επιτρέπουν στους καπιταλιστές:

α) να αγοράζουν τις πρώτες ύλες σε μονοπωλιακά χαμηλές τιμές, πράγμα που μειώνει τη συνολικά αξία σταθερού κεφαλαίου.

β) να εισάγουν φθηνότερα τρόφιμα, τα οποία μειώνουν την αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και τη μάζα της υπεραξίας.

γ) να παίρνουν ένα μονοπωλιακό υπερκέρδος σαν αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ των εθνικών επιπέδων της αξίας των εμπορευμάτων τους.

Ολοι αυτοί οι αυτεπενεργητικοί παράγοντες δεν αναιρούν τη δράση του νόμου της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει,αλλά μόνο προκαλούν αντιδράσεις που αναχαιτίζουν, επιβραδύνουν και εν μέρει παραλύουν αυτή την τάση και αδυνατίζουν την αποτελεσματικότητά του.

Είναι βέβαια γεγονός ότι στις συνθήκες ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συντελέστηκαν και συντελούνται σημαντικές αλλαγές στην εμφάνιση και δράση των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού γενικά και ιδιαίτερα στο βασικό οικονομικό του νόμο - το νόμο της υπεραξίας. Στα πλαίσια του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, ο νόμος της υπεραξίας πραγματοποιούνταν μέσω του νόμου του μέσου ποσοστού κέρδους. Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί μέσω του νόμου του μονοπωλιακού υπερκέρδους, χωρίς να σημαίνει ότι σταματά να υπάρχει και να επιδρά ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους.

Επομένως το κίνητρο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη σύγχρονη κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα είναι το μονοπωλιακό υπερκέρδος και όχι το μέσο ποσοστό του κέρδους.

Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ