"Ηθοποιός σημαίνει φως και στεναγμός πολύ πικρός... Ελα στο φως, παίζω θα δεις, είμαι σοφός μην απορείς".
Δημήτρης Χορν. Παρασκευή, 6:30 το απόγευμα, για εκείνον το φως έσβησε. Ο στεναγμός, όμως, παρέμεινε πικρός για το ελληνικό θέατρο. Ο Δημήτρης Χορν μετά από μακροχρόνια και επίπονη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή, στο Νοσοκομείο "Κυανούς Σταυρός", όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες δέκα μέρες, σε ηλικία 77 χρόνων.
Οταν πριν από 10 χρόνια, μετά την παράσταση "Αρχιμάστορας Σόλνες" του Ιψεν,αποσύρθηκε από τη σκηνή, εξέπληξε τους πάντες. Ηταν πολύ νέος ακόμη, μόλις 67 χρόνων. Εκείνος όμως ένιωθε ήδη "γέρος" και δήλωνε ότι "κανείς πρέπει να φεύγει στην ώρα του, πριν αρχίσει η φθορά".
Δημήτρης Χορν. Ο άνθρωπος που δεν κολακεύτηκε ποτέ από τις δάφνες του. Η γοητευτικότερη, ίσως, μορφή του ελληνικού κινηματογράφου. Ο ηθοποιός που ομολογούσε όχι από σεμνότητα, αλλά μάλλον από τελειομανία: "δεν έπαιξα ποτέ ρόλο που να μην αισθάνθηκα ότι τον έχω προδώσει. Το ιδανικό στη δουλιά μου θα ήταν να φτάσω σε ένα σημείο να χαρώ αυτή τη δουλιά. Αλλά δε συνέβη". Ειλικρινής μέχρι σκληρότητας, περισσότερο με τον ίδιο του τον εαυτό, θεωρούσε το "χειροκρότημα τροφή της ματαιοδοξίας και των κούφιων ανθρώπων, όπως είμαστε εμείς οι ηθοποιοί".
Δε φοβόταν να παραδεχτεί την ανασφάλειά του και, όπως έλεγε, "όταν υπάρχει θάνατος, πώς μπορεί να μη νιώθει ανασφάλεια ο άνθρωπος".
Λάτρεψε τους τρελούς του Σαίξπηρ και ένιωθε και ο ίδιος "λίγο τρελός". Μπορεί να αποσύρθηκε από τη σκηνή, αλλά στα όνειρά του ήταν πάντα επί σκηνής και όπως παραδεχόταν εκείνα τα όνειρα έμοιαζαν με εφιάλτη, γιατί πάντα έβλεπε ότι αργούσε να πάει στην παράσταση ή ότι δεν ήξερε τα λόγια του. Αλλά και από τη ζωή φαίνεται να είχε αποσυρθεί, αφού ομολογούσε ότι "είναι αργά να κατακτήσω αυτό που ήθελα".Τα χρόνια αυτά της καλλιτεχνικής σιωπής, που επέλεξε πολύ συνειδητά, όσο και την ουσιαστική αποχή από τα φώτα της δημοσιότητας, αυτοσαρκαζόταν λέγοντας "κάνω τη δυσκολότερη δουλιά που υπάρχει. Τίποτα".
Γιος του συγγραφέα Παντελή Χορν,γεννήθηκε σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Σταδίου, το 1921. Βγήκε στη σκηνή σε ηλικία... μόλις 6 μηνών, στο έργο του πατέρα του "Γειτόνισσες",με την Κυβέλη,που ήταν και η νονά του. Αργότερα, πάλι η Κυβέλη,τον έβαλε να παίξει ένα από τα "παιδιά" της "Νόρας" και στη συνέχεια η Κοτοπούλη,σε ηλικία δέκα ετών, τον πήρε στην παράσταση "Μαμά Κολιμπρί". Ηταν μια καλή αιτία να κολλήσει το μικρόβιο. Δεν ήθελε με τίποτε να πάει στο Πανεπιστήμιο, ούτε στη Σχολή Ναυτικών, αφού και ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Ναυτικού. Σανίδα σωτηρίας του το θέατρο. Ενα από τα κομμάτια που επέλεξε να δώσει στη δραματική σχολή, του τότε Βασιλικού Θεάτρου, ήταν του Βάρναλη,στην εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Οπως ήταν φυσικό μόλις άρχισε να ερμηνεύει τον διέκοψαν. "Αρκεί, αρκεί" του είπαν. Ωστόσο πέρασε. Δάσκαλοί του δύο από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου. Ο Δημήτρης Ροντήρης και ο Αιμίλιος Βεάκης.
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση ήταν το 1940 στην παράσταση "Η νυχτερίδα του Στράους" και τέσσερα χρόνια αργότερα ιδρύει θίασο μαζί με την Μαίρη Αρώνη.Το 1950 πήγε στην Αγγλία για σπουδές με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου και ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη. Το 1952 που επέστρεψε στην Ελλάδα, ίδρυσε θίασο μαζί με τον Γιώργο Παππά και την Ελη Λαμπέτη.Από το 1956 εγκαταστάθηκε με την Ελη Λαμπέτη στο θέατρο "Κεντρικό" και αργότερα στο "Μουσούρη", όπου για πολλά χρόνια ανέβασαν έργα με μεγάλη επιτυχία, ενώ σαν ζευγάρι επί σκηνής, αλλά και στη ζωή, εδραιώθηκαν στη μνήμη του κόσμου ως το δημοφιλέστερο ζευγάρι. Το 1965 ανέβασε το "Αυγό" μια παράσταση που άφησε εποχή. Στη συνέχεια συνεργάστηκε επί τρία χρόνια με το Εθνικό Θέατρο. Αργότερα δημιούργησε δικό του θίασο. Διακρίθηκε σε ρόλους του κλασικού και σύγχρονου δραματολογίου. "Αμλετ", "Ριχάρδος ο Β'", "Ερρίκος Δ'", "Πολύ κακό για το τίποτε", "Δον Ζουάν", "Τίμων ο Αθηναίος", "Το ημερολόγιο ενός τρελού", "Βροχοποιός", "Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές" κ.ά. Στον κινηματογράφο έπαιξε σε ταινίες που άφησαν εποχή με πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στη "Φωνή της καρδιάς".Ακολούθησαν "Κάλπικη Λίρα", "Κυριακάτικο ξύπνημα" με την Ελη Λαμπέτη,"Μια ζωή την έχουμε", "Αλίμονο στους νέους"."Το κορίτσι με τα μαύρα",η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τους Λαμπέτη, Χορν, Φούντα, Ζαφειρίου,έκανε διεθνή καριέρα. Τιμήθηκε δύο φορές, 1961 και 1962, από το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1974 ήταν ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης μετά τη μεταπολίτευση. Το 1980 μαζί με τη σύντροφο της ζωής του Αννα Γουλανδρή,ίδρυσαν το Ιδρυνα Γουλανδρή - Χορν,με στόχο τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Διατέλεσε επίσης πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου του ΥΠΠΟ, το 1992, από όπου παραιτήθηκε γιατί δεν ένιωθε καλά με τον εαυτό του να αποφασίζει για το ποιοι θα επιχορηγηθούν, φοβούμενος μήπως αδικήσει κάποιους.
Και τώρα τι μένει; Διαβάζοντας αυτό που έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου με έργα της Αννας Χορν, είναι τα ίδια του τα λόγια που υπογράφουν την απάντηση. "Είναι απαραίτητη η σύζευξη καλλιτέχνη - κοινού, συχνά, όμως οδυνηρή και για τα δύο μέρη. Πομπός ο καλλιτέχνης, δέκτης το κοινό. Αν αποκόψεις τον έναν από τον άλλο απομένει νεκρική σιγή, ανυπαρξία". Εκείνος το επέλεξε και τις δύο φορές. Καληνύχτα Δημήτρη Χορν.
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ