Με τη ζωή του να σκορπά μοιρασμένη ανάμεσα στις νυχτερινές βάρδιες της δουλιάς του σε ένα βουλκανιζατέρ, στο γράψιμο ενός μυθιστορήματος που μοιάζει πως ποτέ δεν τελειώνει, στο μπιλιάρδο και στα ποτά με τον φίλο του τον Χάρι (Κιάνου Ριβς) στο μπαρ, ο Νιλ Κάσιντι (Τόμας Τζέιν) ονειρεύεται ένα σπίτι με άσπρο φράχτη, μια ήσυχη ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Οταν θα ξανασυναντηθεί με έναν παλιό του έρωτα το όνειρο μοιάζει πολύ κοντινό. Μόνο που ο Νιλ έπρεπε να λείψει για μια ωρίτσα, για μια τελευταία δουλιά προτού τακτοποιηθούν όλα. Εξω στο δρόμο εκείνη τη νύχτα τα βήματα του τον έφεραν στα γνώριμα στέκια. Μια μικρή στάση για να ξεδιψάσει, λίγη παρέα στον μοναχικό φίλο, ένα ποτήρι ακόμη για να μη χαλάσει μια καρδιά, ένα απρόοπτο, μια κακοτυχία... Υστερα από δυο νύχτες ο Νιλ θα βρεθεί στο δρόμο της επιστροφής, τρέχοντας να καλύψει την αργοπορία. Το όνειρο τελειώνει σαν κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Ο Νιλ θεατής σκοτώνει τον Νιλ της ταινίας και ξαναβγαίνει στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο του. Υστερα από χρόνια ο Νιλ Κάσιντι θα αφηγηθεί αυτή την ιστορία σε ένα γράμμα προς τον φίλο του Τζακ Κέρουακ. Και η ταινία που σκηνοθετεί ο Στέφεν Κέι ρέει με τον ίδιο τρόπο: Σαν μια ιστορία που λέμε σε έναν φίλο, με την ίδια αυτονόητη οικειότητα, με πράγματα που ξεχνάμε καθώς διηγούμαστε το παραμύθι της ζωής μας, με την ελευθερία να διακόψουμε την αφήγηση για να συμπληρώσουμε αυτό που παραλείψαμε... Χρόνος το 1947. Με το "αμερικάνικο όνειρο" να ραγίζει στους ρυθμούς της τζαζ.
Στην αρχή μια οικογένεια (ο πατέρας, η σύζυγος και ο μικρός γιος) φτάνουν στο εξοχικό τους, για να περάσουν εκεί μερικές μέρες. Ολα συνθέτουν την εικόνα της τελειότητας, με τον τρόπο που μόνο η τελειότητα της εικόνας μπορεί να αποδώσει: Η φωτογράφηση του μεγάλου σπιτιού πλάι στη λίμνη, η φωτογράφηση του σκάφους, η φωτογράφηση της οικογενειακής ευτυχίας, όλα μοιάζουν σαν ένα μεγάλο διαφημιστικό, μια προβολή - επιβολή των επιθυμιών του"μέσου ανθρώπου". Σε λίγο δυο σαδιστές νεαροί εισβάλλουν σε αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό και αιχμαλωτίζουν τα πρόσωπα σε ένα βασανιστικό παιχνίδι μέχρι το θάνατο. Η επιβολή της επιθυμίας μετατρέπεται σε επιβολή των φόβων και, τελικά, το πιο "παράξενο παιχνίδι" είναι αυτό που παίζει η ταινία με τον θεατή. Οπως η οικογένεια καθίσταται αιχμάλωτη δυο δολοφόνων, ο θεατής γίνεται αιχμάλωτος του σκηνοθέτη, που δεν παραλείπει να τονίζει με έμφαση τη δική του παντοδυναμία, να υπογραμμίζει ότι είναι αυτός που κρατά στα χέρια του την όραση του θεατή. Ο οποίος φτάνει, πέρα από την όποια θέλησή του, να γίνεται συνένοχος με ό,τι του είναι ξένο και απωθητικό, να ανακαλύπτει ότι ταυτίζεται με ό,τι λογικά θα μισούσε. Και στο βάθος διαπιστώνει, ότι αν θέλει να διατηρήσει την ελευθερία του πάνω στο ίδιο του το βλέμμα, δεν έχει παρά να φύγει στη μέση της ταινίας ή, σε μια άλλη περίπτωση, να κλείσει την τηλεόραση. Σπουδή ή σχόλιο του Μίχαελ Χάνεκε πάνω στη βία και την εικόνα της, η ταινία αποπνέει την ψυχρότητα ενός μαθήματος ανατομίας και μοιάζει να διαγράφει έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της, έναν κύκλο που χωρά μέσα του τα πάντα, όλα όσα χωράνε στον ψυχισμό του θεατή.
Ενα επικίνδυνο πλάσμα, προϊόν εργαστηρίων γενετικής, απειλεί τον άνθρωπο. Κι ο άνθρωπος προσπαθεί να το εξουδετερώσει στην ταινία τρόμου του Γκιλέρμο Ντελ Τόρο με τη Μίρα Σορβίνο και τον Τζέρεμι Νόρτχαμ.
Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ