Τρίτη 28 Οχτώβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
Ποιος πίστευε στη νίκη;

Υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις το καθεστώς της 4ης Αυγούστου οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο με την Ιταλία. Κι όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό η δικτατορία ούτε ήθελε ούτε φανταζόταν αυτό που επακολούθησε, δηλαδή τη νίκη στα βουνά της Αλβανίας. Η αστική ιστορική φιλολογία κατά ένα μέρος της τουλάχιστον, παραποιώντας την ιστορική αλήθεια ισχυρίζεται ότι ο Δικτάτορας Μεταξάς πίστευε σε ελληνική νίκη. Ουδέν αναληθέστερον τούτου. Ο Μεταξάς απλώς αναλύοντας τη διεθνή πραγματικότητα υπολόγιζε ότι από τον παγκόσμιο πόλεμο που ήδη είχε αρχίσει νικητής θα έβγαινε η Αγγλία και οι σύμμαχοί της, πράγμα που σήμαινε ότι στο στρατόπεδο των νικητών θα βρισκόταν και η Ελλάδα αποκομίζοντας κάποια οφέλη. Σε ό,τι αφορά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο θεωρούσε ότι η Ελλάδα αγωνιζόταν για την τιμή των όπλων. Για του λόγου δε το αληθές να τι είχε πει στη συνάντηση - που προαναφέραμε - με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου: "Η Ελλάς δεν πολεμά διά τη νίκην. Πολεμά διά τη δόξαν. Και διά την τιμήν της. Εχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνει αξία της ιστορίας της.... υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει" (Ι. Μεταξά: στο ίδιο, σελ. 525).

Τα αισθήματα ηττοπάθειας δε χαρακτήριζαν βεβαίως μόνο την πολιτική ηγεσία αλλά και τη στρατιωτική. Κι είναι φανερό αυτό από το γεγονός ότι ενώ ο ιταλικός κίνδυνος είχε αποκαλυφθεί σ' όλο του το μεγαλείο, τουλάχιστον από τον Απρίλη του 1939, δεν υπήρξαν οι αναγκαίες στρατιωτικές προετοιμασίες για επιτυχή αντιμετώπισή του. Σύμφωνα με τον Α. Παπάγο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού τότε, "την απρόκλητον ιταλικήν επίθεσιν της 28ης Οκτωβρίου υπέστη η Ελλάς ούσα σχεδόν ανεπιστράτευτος (Α. Παπάγος: "Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940 - 1941", Αθήναι 1945, σελ. 317).

Μέχρι τον Απρίλιο του 1939 οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες για την αντιμετώπιση πιθανής επίθεσης από τη Βουλγαρία. Αλλά και μετά απ' αυτή την ημερομηνία - όταν η Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία και έβαζε στο στόχαστρο την Ελλάδα - η κατάσταση δεν άλλαξε σημαντικά. Το αμυντικό σχέδιο ΙΒ (Ιταλία - Βουλγαρία) που υιοθετήθηκε, προέβλεπε κατανομή δυνάμεων που ενίσχυε μεν την άμυνα της χώρας προς την πλευρά της Αλβανίας αλλά και πάλι ευνοούσε τον τομέα επιχειρήσεων προς τη Βουλγαρία. Είναι δε ιστορικώς εξακριβωμένο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση πως στις εκτιμήσεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας εκείνο που κυριαρχεί "από τον Απρίλιο του 1939 και ως τις πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού στην Ηπειρο, είναι η απαισιοδοξία για τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιστάσεως κατά των Ιταλών στη γραμμή των συνόρων" ("Ιστορία του Ελληνικού έθνους", Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 412).

Στο ενδεχόμενο νίκης της Ελλάδας επί των Ιταλών δεν πίστευε ούτε η Αγγλία η οποία από την πρώτη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου προετοιμάστηκε να καταλάβει την Κρήτη για να την αξιοποιήσει ως ναυτική και αεροπορική βάση. Ετσι στη σύσκεψη του Γενικού της Επιτελείου που έγινε παρουσία του πρωθυπουργού Ου. Τσώρτσιλ, στις 28/10/1940, διατυπώθηκε η εξής εκτίμηση - απόφαση για την κατάσταση: "Η ναυτική μας θέση στην ανατολική μεσόγειο θα εξασθένιζε από την κατάληψη της Ελλάδος από την Ιταλία, αλλά η ιταλική εισβολή θα μας παρείχε την ευκαιρία να εξασφαλίσουμε μια αξιόλογη ναυτική και αεροπορική βάση, την Κρήτη". Ακόμη δόθηκαν οδηγίες στον αγγλικό Τύπο να μην καλλιεργεί μεγάλες προσδοκίες για την άμυνα της Ελλάδας (στο ίδιο, σελ. 417).

Μόνο ο λαός πίστευε στη νίκη

Μόνο ο ελληνικός λαός ήταν αισιόδοξος, πίστευε στο δίκιο του αγώνα του και στην ικανότητα των στρατευμένων παιδιών του να φέρουν τη νίκη. Ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος, που έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας το λαϊκό ξεσηκωμό τη μέρα της έναρξης του πολέμου, στις 28/10/1940, γράφει σχετικά: "Υπολογίζετο ότι από αρκετών ήδη ωρών εκτυπούσε το κανόνι εις το Μέτωπον και σύμφωνα όχι μόνο προς τους υπολογισμούς των Ιταλών αλλά και προς πάσαν λογικήν στηριζομένην επί των αριθμών των μεγάλων ιταλικών δυνάμεων, των ετοίμων από ικανού χρόνου διά την εισβολήν, και των μικρών ελληνικών τμημάτων που είχαν ευρεθεί εις τη μεθόριον, τα ιταλικά στρατεύματα εφοδιασμένα με ισχυρά μηχανοκίνητα μέσα και βοηθούμενα από τα αεροπορικάς των δυνάμεις, θα είχαν εισβάλει ήδη εις την Ελλάδα εις ικανό βάθος. Και όμως ο συναγερθείς λαός των Αθηνών, αντί να αναμένει με σιωπηλήν αγωνίαν τας πρώτας ειδήσεις εκ του Μετώπου, εξεδήλωσεν τον ενθουσιασμόν του διά τον σκληρόν αγώνα εις τον οποίον απεδύετο... Πολλοί εις την πρώτην ορμή του μένους μη έχοντες τι άλλο να κάνουν εκείνην την ώραν, ετοποθετούσαν εις τους εξώστας τη Σημαίαν των, ωσάν να επρόκειτο περί πανηγυρικής εορτασμού ημέρας" (Δ. Κόκκινου: "Οι δύο πόλεμοι 1940 - 1941", Αθήνα 1946, τόμος Β, σελ. 179). Ηταν τέτοιος ο λαϊκός ενθουσιασμός που ο δικτάτορας Μεταξάς, σε πλήρη διάσταση με τη λαϊκή διάθεση, διαπνεόμενος, όπως έχουμε προαναφέρει από αισθήματα ηττοπάθειας, έγραφε στο ημερολόγιό του στις 29/10/1940: "Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη" (Ι. Μεταξά: στο ίδιο, σελ. 520).

Ο ελληνικός λαός φυσικά δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Πήρε τον πόλεμο στην πλάτη του και μετέτρεψε το τυπικό "ΟΧΙ" του Μεταξά σε ουσιαστικό, πραγματικό, νικηφόρο "ΟΧΙ". Αυτό το "ΟΧΙ" ενέπνευσε στη συνέχεια το έπος της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης, αυτό το "ΟΧΙ" είναι που αποτελεί πηγή φρονηματισμού και διαπαιδαγώγησης για μια Ελλάδα ελεύθερη και εθνικά ανεξάρτητη, αυτό το "ΟΧΙ" είναι που καθοδηγεί και εμπνέει τους σημερινούς αντιιμπεριαλιστικούς - δημοκρατικούς αγώνες του λαϊκού κινήματος δείχνοντας πως ο λαός στην ηττοπάθεια και στη δουλοπρέπεια των ιθυνόντων αντιτάσσει την ανυπότακτη πάλη του και τη βεβαιότητα της πίστης ότι τελικά αυτός θα είναι ο νικητής.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ