Κυριακή 26 Οχτώβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
Ο κόσμος του πόνου

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Ο θάλαμος ήτανε γεμάτος γιατρούς, νοσοκόμους και νοσοκόμες. Αλλοι από αυτούς φορούσανε πράσινες ποδιές, μακριές μέχρι τον αστράγαλο και άλλοι περίεργες μάσκες, καμωμένες από πορτοκαλιές γάζες. Ετσι που τους έβλεπα μέσα στο θάμπωμα του ναρκωτικού, αυτοί με τις μακριές ποδιές μού θύμισαν ένα χορευτικό μπαλέτο που είχα παρακολουθήσει πριν από χρόνια, ένα χειμώνα, στο Μινσκ της Λευκορωσίας. Οι άλλοι με τις μάσκες μού έφερναν στο μυαλό περίεργα έντομα, που έσκυβαν και προσπαθούσαν να μπουν μέσα μου, σκάβοντας όλο και πιο βαθιά με τις μυτερές τους δαγκάνες. Ητανε σαν να έβλεπα κάποιο επιστημονικό ντοκιμαντέρ, κι αυτό μου άρεσε. Δεν κράτησε, όμως, για πολύ. Υστερα, ήρθανε και με πήρανε στα φτερά τους οι μάγισσες του παραμυθιού. Πρώτα με πήγανε και με πέταξαν μέσα σε ένα λάκκο γεμάτο μηριαία οστά, διάτρητα κρανία από την Κράινα της Γιουγκοσλαβίας και την Ιεριχώ της Παλαιστίνης, όπου η Κάθλιν Κένιον, διάσημη αρχαιολόγος, φορώντας στρατιωτικά ρούχα, έδειχνε στους συνεργάτες της τα μεγάλα υψίπεδα της Ανατολίας. Στην πραγματικότητα, έδειχνε το δρόμο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που μόνο ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να τον πραγματώσει ως ιστορικό φαινόμενο. Απ' την Ανατολία να περάσει στο Βόρειο Ιράκ, όπου ο Ρόμπερτ Μπρέιντγουντ βρήκε μέσα σε μια σπηλιά τον παλιότερο θαμμένο νεκρό της ανθρώπινης ιστορίας, σκεπασμένο με λουλούδια. Και ύστερα στη Μεσοποταμία, στις μεγάλες ασσυριακές πρωτεύουσες, στα βασιλικά νεκροταφεία της Ρουρ, μέσα στις πετρελαιοπηγές, στις ακτίνες λέιζερ του CNN. Κι εγώ εκεί.

Εκεί με απίθωσαν, τελικά, οι μάγισσες του παραμυθιού. Κι έπρεπε, λέει, ν' αρχίσω το δρόμο της επιστροφής. Το μόνο που κατάφερα να φωνάξω ήταν "Πονάω". Γύρω μου απλώθηκε σιωπή. Οι γιατροί με τα νυστέρια, με τις μάσκες. Ολοι εκείνοι που φορούσαν τις μακριές πράσινες ποδιές με κοίταζαν απορημένα. Ο πιο άγριος από αυτούς, που κρατούσε και το πιο μεγάλο νυστέρι, μπήκε μπροστά μου και μου σταμάτησε το δρόμο της επιστροφής. "Και ποιος σου είπε, θλιβερό και πονεμένο μου ανθρωπάκι, πως ο πόνος είναι δικό σου δικαίωμα;". "Μα εγώ, είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, το αίμα μου άρχισε κιόλας να μεταμορφώνεται σε απαστράπτοντες καρπούς ροδιάς. Σε ρουμπίνια, σε ημιπολύτιμες πέτρες, που είχαν κρεμάσει ένα πρωί στον αδύνατο σβέρκο του Τουταγχαμών". Περίμενα να μου απαντήσουν, γιατί τα λόγια μου πίστευα πως είχαν βαρυσήμαντο νόημα. Μα κατάλαβα, τελικά, πως δεν έκαναν καμιά εντύπωση. Γιατί ο άγριος άνθρωπος με το μεγάλο νυστέρι, χωρίς να δώσει καμιά σημασία σ' αυτά που του είπα, συνέχισε: "Κάνε λίγο κουράγιο κι έλα να σου δείξω εγώ τα κρεβάτια του πόνου. Να σου δείξω ποιοι έχουν το δικαίωμα να πονούν. Χωρίς να περιμένουν τη μεγάλη ίαση". Και τότε για πρώτη φορά όλα όσα σωριάζονταν γύρω μου, σύριγγες, ματωμένες γάζες, σακούλες πλάσματος, πλαστικά μπουκάλια ορών, γέμισαν τους δρόμους της οικουμένης κι άρχισαν να με ξεναγούν στον κόσμο του πόνου. Με πέρασαν πρώτα απ' το Ζαίρ, όπου φυτείες σπαρμένες με κορμάκια μικρών παιδιών αναζητούσαν μάταια τον τρόπο ν' ανθίσουν, να θεριστούν και στο τέλος ν' αλεστούν στις μυλόπετρες της ειρήνης. Να γίνουν αλεύρι χαράς, για να τραφεί η βάρβαρη ανθρωπότητα. Υστερα με πήγαν πιο ανατολικά. Η Ρουάντα, μου είπανε. Εδώ άλλα παιδιά. Εδώ άλλοι πόνοι. Φυτρωμένοι μέσα στην άνυδρη γη, ανάμεσα σε οστά απελπισμένης πανίδας, μέσα στα φαράγγια, όπου ο Λίκι έψαχνε πριν από δεκάδες χρόνια να βρει το κόκαλο του πρώτου ανθρώπου. Υστερα πιο ανατολικά, και πιο ανατολικά, μέσα από θάλασσες, από άλλες ερημιές, μέσα από τη μεγάλη Ινδία, την ατελείωτη Κίνα, ώσπου η γη τελείωσε. Κατάλαβα πως ο κόσμος δεν είχε άλλο. Είχε, όμως, ο πόνος. Γιατί όπου κι αν προσπαθούσα να δω μια στιγμή της Γης για να τελειώσω εκείνη την οδυνηρή ξενάγηση δεν έβρισκα χώρο. Ηταν όλα "πιασμένα".

Και τότε κατάλαβα πως ο δικός μου πόνος μπροστά σ' εκείνον τον ατελείωτο κόσμο του πόνου ήταν μια τυχαία λεπτομέρεια. Μπορεί να είχε το δικό μου το όνομα και τα οδυνηρά του ξεσπάσματα να έτρωγαν τα δικά μου τα σωθικά. Μπορεί να έφευγε από μένα και να κολλούσε όμοια με γκρίζα σκιά στα πρόσωπα των αγαπημένων μου. Αυτό, όμως, δεν ήτανε αρκετό να του δώσει μια θέση στον κόσμο του πόνου. Και τότε κατάλαβα πως όλα αυτά τα χρόνια που μιλάμε για πόνους, και περιγράφουμε δυστυχίες και δείχνουμε εικόνες αιμάτων και οδυρμών, φαίνεται πως ξεχνούμε να προβάλλουμε τους προσωπικούς μας πόνους στην επιφάνεια της οικουμένης. Γιατί τότε, χωρίς να το θέλουμε, είμαστε υποχρεωμένοι ν' αρχίσουμε τις συγκρίσεις. Ν' αναζητούμε τις αιτίες, να περιγράφουμε τον προσωπικό μας πόνο με βάση τα μέτρα του παγκόσμιου πόνου. Γιατί φαίνεται πως είναι μια πολύ μεγάλη αλήθεια η άποψη που υποστηρίζει πως όσο κλεινόμαστε στον προσωπικό μας πόνο, τόσο μας ξεφεύγουν οι λόγοι που τον προκάλεσαν. Παγιδευόμαστε μέσα στην προσωπική μας περιπέτεια και πιστεύουμε πως μόνο από τις δικές μας μυστικές κραυγές εξυφαίνεται και ο θρήνος των άλλων. Επιμένουμε πεισματικά πως η παγκόσμια περιπέτεια αρχίζει απ' την προσωπική μας πληγή και τελειώνει στο αδυσώπητο όριό της. Και τότε ξεχνούμε. Ξεχνούμε πως ο πόνος δεν είναι μια πεπερασμένη έννοια. Δεν είναι ένα φαινόμενο που ερμηνεύεται ιατρικά. Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας. Πονούμε, γιατί μέσα μας κουβαλάμε τα μικρόβια της παγκόσμιας αμέλειας, της παγκόσμιας αδιαφορίας, της πίστης εκείνης που μας καθησυχάζει και μας ταξιδεύει, όπως εκείνο το βράδυ οι δικές μου μάγισσες του παραμυθιού, σ' έναν κόσμο που μπορούμε να τον βάλουμε απέναντί μας και να τον περιεργαζόμαστε, πότε σαν ταξιδεμένοι αρχαιολόγοι και πότε σαν αδιάφοροι κατακτητές της Γης, μιας Γης που δε βρήκαμε τον τρόπο να τη διαβάσουμε από κοντά και να την καταλάβουμε.

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως η έκφραση "το κρεβάτι του πόνου" είναι λάθος. Θα ήταν πιο σωστό να λέμε η μοναξιά του πόνου. Γιατί έτσι ένιωσα και συνειδητοποίησα το μέγεθος του προσωπικού μου πόνου. Ως μια επιφάνεια ερημίας, όπου όσο κι αν άπλωνα τα χέρια μου δεν μπορούσα να συναντήσω τα χέρια των άλλων. Κι όσο κι αν η προσωπική μου περιοχή γέμιζε από τα δάκρυα των δικών μου, τόσο εγώ ένιωθα μέσα μου να ανεβοκατεβαίνει πυρακτωμένη η δίψα που γεννιόταν στα στόματα των άλλων, των χιλιάδων άλλων, που πονούσαν εκείνη τη στιγμή όσο κι εγώ. Και μπορεί να φαίνεται παράξενο, μα σιγά - σιγά άρχισα να ξεχνιέμαι. Δεν ξέρω αν βοηθούσαν τα φάρμακα ή ένας απέραντος θάνατος, που μ' έπαιρνε μακριά, πολύ μακριά. Πέρα από τον εαυτό μου. Και μ' έκανε ένα με το σύμπαν. Και μέσα σ' αυτό ξεχνούσα τα πάντα. Γιατρεύτηκα, κι ας ήμουνα μόνος. Νομίζω πως το κόστος της ίασης είναι η μοναξιά.

Κατάλαβα πως ο κόσμος δεν είχε άλλο. Είχε, όμως, ο πόνος. Γιατί, όπου κι αν προσπαθούσα να δω μια στιγμή της Γης, για να τελειώσω εκείνη την οδυνηρή ξενάγηση, δεν έβρισκα χώρο. Ηταν όλα "πιασμένα"


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ