Κυριακή 12 Οχτώβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αλήθειες και ψέματα για το κόστος εργασίας

Ανεξάρτητα από τα ασύστολα ψεύδη που προβάλλουν οι κάθε είδους θιασώτες της εισοδηματικής πολιτικής λιτότητας, η αλήθεια είναι πως η σημαντική μείωση του κόστους εργασίας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν ωφέλησε την οικονομία, αλλά τις τσέπες των μεγαλοεπιχειρηματιών

Κάθε χρονιά, παραμονές κατάθεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος - αναπόσπαστο τμήμα του οποίου αποτελεί και η εισοδηματική πολιτική που αφορά άμεσα τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και τους συνταξιούχους και έμμεσα και όλους τους εργαζόμενους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα - επανέρχεται στην επικαιρότητα και η γνωστή συζήτηση για το πόσο υψηλό είναι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα. Η παράδοση τηρήθηκε και φέτος, με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης, η οποία δεν κρύβει πια την πρόθεσή της να συμπιέσει ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και συνταξιούχων, συνδέοντας τις ονομαστικές αυξήσεις που θα περιλαμβάνει η εισοδηματική πολιτική του 1998, με τα διάφορα αντιλαϊκά μέτρα τα οποία έχει φέρει και για συζήτηση στο τραπέζι του λεγόμενου "κοινωνικού διαλόγου".

Στα πλαίσια αυτά, οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, βομβαρδίζονται με ειδήσεις και πληροφορίες, όπως "η οικονομία δεν αντέχει για μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς και συντάξεις" ή "η βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτουν μείωση του εργατικού κόστους" κλπ. Μόλις την περασμένη βδομάδα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, στην πρώτη συζήτηση που είχε με το προεδρείο της ΑΔΕΔΥ για το θέμα των μισθολογικών αυξήσεων των δημοσίων υπαλλήλων για το 1998, άφησε να εννοηθεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια και ότι στην καλύτερη περίπτωση οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο δε θα ξεπεράσουν την προβλεπόμενη αύξηση του πληθωρισμού.

Οσο πλησιάζει η ημερομηνία που η κυβέρνηση - ανεξάρτητα από την τύχη που θα έχει ο περίφημος "κοινωνικός διάλογος" - θα πάρει τις οριστικές της αποφάσεις για τα μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού του 1998 (άρα θα αναγκαστεί να αποκαλύψει και τα χαρτιά της για την εισοδηματική πολιτική του 1998), τόσο πυκνώνει η αρθρογραφία και οι δηλώσεις επωνύμων που υποστηρίζουν ανερυθρίαστα πως "για όλα τα στραβά και ανάποδα της οικονομίας φταίνε οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που έχουν υψηλά εισοδήματα". Θεωρώντας μάλιστα σαν ένα το κρατούμενο ότι "στην Ελλάδα το κόστος εργασίας παραμένει υψηλό" (!), οι θιασώτες της παραπάνω αντιδραστικής θεωρίας, εισηγούνται μέτρα για την παραπέρα μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων,προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της οικονομίας.

Είναι όμως και σε ποιο βαθμό βάσιμο το επιχείρημα, ότι δηλαδή το κόστος εργασίας στην Ελλάδα παραμένει υψηλό συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης, που προβάλει η ηγεσία του ΣΕΒ, αλλά και αρκετά στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης; Ας δούμε τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, που υπάρχουν διαθέσιμα.

Τα επίσημα στοιχεία των στατιστικών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EUROSTAT), που συγκρίνουν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανία των χωρών - μελών της ΕΕ, δείχνουν ότι η Ελλάδα διατηρούσε το 1994 την προτελευταία θέση, με τελευταία την Πορτογαλία.Αν και δεν υπάρχουν νεότερα στοιχεία, είναι σχεδόν βέβαιο, ότι σήμερα, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανία - άρα και τους χαμηλότερους μισθούς - μεταξύ των 15 χωρών - μελών της ΕΕ, καθώς στην περίοδο 1995 - 1997 οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών κινήθηκαν γύρω και - κυρίως - κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, πως η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων στην τελευταία τριετία τόσο στη βιομηχανία, όσο και στο σύνολο της οικονομίας ήταν μεγαλύτερη, καθώς μεγάλο μέρος των ονομαστικών αυξήσεων των μισθών και συντάξεων "φαγώθηκε" και με το παραπάνω με τη μή τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.

Αποκαλυπτικά και παράλληλα ενδιαφέροντα, σχετικά με την αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα και της άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, είναι τόσο τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ όσο και της EUROSTAT:

  • Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, που συγκρίνουν τη διαχρονική μεταβολή του μέσου πραγματικού μισθού στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας στα τελευταία 15 χρόνια (1982 - 1996), προκύπτει ότι το 1996 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού βρισκόταν στα επίπεδα του 1983!Οπως μάλιστα σημειώνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η ελληνική οικονομία, χαρακτηρίζεται από μια τέτοια ρύθμιση των μισθών, που η αγοραστική δύναμη να μην αυξάνεται αλλά ούτε και να μειώνεται, αφού τις περιόδους μείωσης των μισθών τις διαδέχονταν περίοδοι αύξησης, ενώ ταυτόχρονα μειωνόταν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ισως εδώ οι αναλυτές του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ έχουν υπόψη τους, άλλες κυβερνητικές ρυθμίσεις που οδηγούσαν στην έμμεση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα στους επιχειρηματίες να πληρώνουν μειωμένες εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, ή ρυθμίσεις χρεών (από εισφοροδιαφυγή) στο ΙΚΑ, που επίσης έχουν να κάνουν με το κόστος εργασίας κλπ.
  • Με βάση τα στοιχεία της EUROSTAT, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα (υπολογισμένο σε εθνικό νόμισμα και σταθερές τιμές 1960=100), μειώθηκε μεταξύ 1990 και 1996 κατά 11%. Στο ίδιο διάστημα, για το σύνολο των χωρών της ΕΕ, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανερχόταν σε μόλις 4%. Η μείωση του εργατικού κόστους, αποτελεί έναν από τους βασικούς δείκτες για την πορεία της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων.

Σημαντική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (υπολογισμένο σε εθνικό νόμισμα και σταθερές τιμές), σημειώθηκε και στην τελευταία εξαετία (1991 - 1996, που κυβέρνησαν 3 χρόνια η ΝΔ και 3 χρόνια το ΠΑΣΟΚ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (Εκθεση διοικητή για το έτος 1996, σελίδα 109) προκύπτει ότι στην παραπάνω εξαετία το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 91,6%. Με δεδομένο όμως, ότι στην ίδια περίοδο ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 108,6%, σημαίνει ότι είχαμε μια μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 8,1%, που δείχνει ότι την όποια αύξηση της παραγωγικότητας στην εξεταζόμενη περίοδο την καρπώθηκαν οι επιχειρηματίες με την αύξηση των κερδών τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ