Η έκπτωση στον πολιτισμό αντανακλάται τελικά στο συλλογικό ήθος μιας χώρας. Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ένα... υποδειγματικό παράδειγμα αυτής της έκπτωσης, που σκιαγραφείται με "ροζ" διαφάνεια και σαφήνεια. Οχι ο πολιτισμός, αλλά η υποκουλτούρα είναι, που εμπορευματοποιείται στη χώρα μας. Οποιος και να κάνει το "χορηγό" σε μια μεγάλη ορχήστρα, αυτή μεγάλη μουσική θα παίξει. Η όποιος και να δώσει τη "χορηγία" σ' ένα μεγάλο εικαστικό γεγονός, αυτό μεγάλο θα παραμείνει. Αλλού, κατά τη γνώμη μου, ελλοχεύει ο κίνδυνος. Είναι στο ότι, όσο περισσότερο αναλώνονται τα υπο-πολιτιστικά προϊόντα, τόσο και περισσότερο παραμερίζεται και γεμίζει αράχνες ο πολιτισμός. Σιγά σιγά, μπαίνει στα αζήτητα ή καταντάει μια ελιτίστικη υπόθεση και όχι πάντα των σχετικών. Αλλά τότε, περισσότερο θεριεύει η επιχρύσωση του λαϊκισμού.
Οι πολιτικές ηγεσίες, που κατά καιρούς κυβέρνησαν - και ιδιαίτερα από τα μετεμφυλιακά χρόνια και δώθε - τη φωνή των "εμπόρων", σχεδόν πάντα, καταλάβαιναν: "Ο,τι δεν παράγει κέρδος και μίζα, δεν είναι πολιτισμός". Αυτή ήταν η εφαρμοσμένη λογική της αντιπαροχής και την ακολούθησαν οι μπιντέδες και οι πισίνες των ημερών μας. Οταν, π.χ., μεγάλη (σε κυκλοφορία) αθηναϊκή εφημερίδα παραθέτει ολοσέλιδη κριτική παρουσίαση μεγάλου περσινού εικαστικού γεγονότος και στην αντικριστή, διπλανή σελίδα, "φιλοξενεί", επίσης, περίπου ολοσέλιδο με διαφημίσεις "ροζ" τηλεφώνων, η πολιτιστική φενάκη γίνεται απόλυτη.
Και είναι εδώ, που η επερώτηση του ΚΚΕ προς τους αρμόδιους υπουργούς για τον πολιτισμό, ιδιαίτερα μάλιστα σε τούτες τις μέρες της μεγάλης αποπροσανατολιστικής σύγχυσης, αποκτά συγκεκριμένη αξία. Επειδή δε νομιμοποιούμαι να αναφερθώ με αοριστολόγες γενικότητες σε περιοχές των πολιτιστικών πραγμάτων, όπου δεν έχω αξιόπιστη γνώση, θα περιοριστώ στην περιοχή του οπτικοακουστικού, όπου αισθάνομαι πιο οικεία.
Η κυβέρνηση πρέπει να πιεστεί να στηρίξει αποφασιστικά - για χάρη της πολιτιστικής υπόθεσης και όχι για το κομματικό της όφελος - τα κρατικά κανάλια, αφήνοντας τη λεγόμενη ιδιωτική τηλεόραση να φυλλορροήσει μέσα στη λαϊκή συνείδηση, μαζί με την ανούσια και μελαγχολική ομοιομορφία της και τον άγριο, μεταξύ της, οικονομικό ανταγωνισμό. Εκεί που η κυβέρνηση πρέπει να ρίξει, επιπρόσθετο, βάρος είναι στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της ΕΡΤ, πράγμα που θα κάνει περισσότερο εφικτή - και όχι μόνο - την προσπέλασή της μέσα και γύρω από την Ελλάδα. Η εθνική κινηματογραφία είναι ένας άλλος χώρος άσκησης ζωτικής πολιτιστικής πολιτικής, γιατί σαν χώρος παραμένει λυμφατικός και με σκαμπανεβάσματα στρατηγικής αμηχανίας. Αν υπάρχει κρατική βούληση, αυτή θα πρέπει να ασκηθεί τελεσίδικα πάνω στα μεγαλο-εκδοτικά τηλεοπτικά κανάλια, για την εδώ και τώρα υλοποίηση της - εκ μέρους τους - καταβολής του περιλάλητου "1,5%" στην παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών. Η κινηματογραφική παιδεία δεν είναι ένα αίτημα "άδειο". Οπως φάνηκε στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η διαφορά τεχνικής και αισθητικής κατάρτισης των νέων κινηματογραφιστών μας, που προέρχονται από σχολές του εξωτερικού σε σύγκριση με αυτή του εσωτερικού, είναι τρομακτική. Και αυτό το καταστροφικό "σίριαλ" πρέπει να τελειώσει. Το διασκορπισμένο αρχειακό κινηματογραφικό υλικό, με πολύτιμα πολιτιστικά και ιστορικά ντοκουμέντα χάνεται, ληστεύεται ή καταστρέφεται. Η υπεύθυνη κεντρική διαχείριση δεν υπάρχει. Μέχρι πότε;
* Ο Δημήτρης Χαρίτος είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ).