Κυριακή 1 Γενάρη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Πρωτοχρονιάτικα ήθη κι έθιμα

"Νύχτα - νύχτα πριν χτυπήσει η καμπάνα της εκκλησιάς, για την Πρωτοχρονιά και τη γιορτή του Αη - Βασίλη, όλες οι νοικοκυρές, που είχαν λίγα ή πολλά σφαχτά σε ξένον τζιομπάνο, και οι γυναίκες των τσελιγκάδων, που είχαν δικούς τους τζιομπαναραίους στα κοπάδια τους, ετοίμαζαν μια τυρόπιτα με πολλά πέτουρα, ένα κεντημένο "αρνόψωμο", ένα μεγάλο κομμάτι χοιρινό κρέας, ένα μπουκάλι με κρασί, ρακή, κάστανα, καρύδια και λίγο ψιλοκομμένο καπνό και τσιγαρόχαρτα για το τζιομπάνο.

Οι νοικοκυρές, σαν τέλειωναν τις δουλιές και ξεπροβοδούσαν τους άντρες για τα μαντριά, συγύριζαν τα σπίτια, άλλαζαν τα παιδιά, φορούσαν τα καλά τους κι όλοι μαζί οι σπιτιάτες ξεκινούσαν για την εκκλησιά.

Ο τζιομπάνος, έβαζε ξύλα στο τζάκι και δυνάμωνε τη φωτιά και συγυρίζοντας, την καλύβα, έβγαινε έξω και τους περίμενε χουιάζοντας τα σκυλιά να σταματήσουν.

Σε λίγο, η καλύβα γέμιζε. Καθισμένοι όλοι σταυροπόδι γύρω απ' τη φωτιά ρωτούσαν το τζιομπάνο για το γέννο, για τη βοσκή, τ' αρνιά και τα κατσίκια που είχαν γεννηθεί κι εκείνος έδινε απαντήσεις με κάθε λεπτομέρεια για το καθένα.

***

Σε λίγο και αφού ο τζιομπάνος έβγαζε τη "σουγλιμάδα" απ' τη φωτιά και την άδειαζε πάνω στα πράσινα κέδρα και στα πυξάρια, για να πάρει τη μυρουδιά τους, ο τσέλιγκας έκοβε τη δικιά του πίτα σε τόσα φελιά, όσα ήταν και τα άτομα κι ένα παραπάνω για τα σφαχτά, και αφού τη γύριζε τρεις φορές δεξιά, μαζί με το ταψί, όπως συνηθίζανε, έπαιρνε ο καθένας το φελί του κι άρχιζαν όλοι να τα ξεφυλλίζουν για να ιδούν ποιος θα ήταν ο τυχερός, που θα 'βρισκε τον "παρά". Μαζί με τον παρά, που κρύβανε μέσα στη βασιλόπιτα οι γυναίκες, βάζανε κι ένα μαντρί, πλεγμένο με μια βέργα από κορομηλιά, που όποιος κι αν το 'βρισκε, το' δινε στον τζιομπάνο, κι εκείνος το 'κρυβε στη φράχτη του πραγματικού μαντριού, σαν κάτι το ιερό, σε μέρος που να μην πατιέται.

Οι πίτες, η ζεστή "σουγλιμάδα", τ' "αρνοψώματα" και τ' άλλα τα φαγητά, γέμιζαν το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι του τζιομπάνου κι ο Αη - Βασίλης, που θα περνούσε αργότερα από κει, χωρίς να φανερωθεί, όπως πίστευαν, θα 'τρωγε κι αυτός το μερτικό του και θα ευλογούσε το κοπάδι και το τζιομπάνο μαζί. Τα μπουκάλια κι οι τσίτσες με το μαύρο, μπρούσικο κρασί, όλο και γύριζαν από χέρι σε χέρι.

Ο τσέλιγγας, πρώτος μέσα στους άλλους τους μπακαταραίους:

"Σε τούτ' την τάβλα τη χρυσή, γραμμένα μάτια

μ κι παρδαλά,

Σε τούτο το τραπέζι,

τρεις μαυρομάτες μας κερνούν

και τρεις αράδ' - αράδα.

Η μια κερνάει με το γυαλί

κι η άλλη με την κούπα

κι η τρίτη η μικρότερη

με μαστραπά Γιαννιώτ'κον. "

Και για να συμπληρωθεί τέλεια το ρωμαίικο γλέντι, έβγαζε την κουμπούρα απ' το σελάχι του και την άδειαζε στον αέρα, φωνάζοντας:

- Αϊντε καλή χρονιά! Καλό Ρωμαίικο!

- Ρίξτε ορέ, να ξυπνήσ' ν κι τα σφαχτά κι να καταλάβ'ν πως έφτασε η άνοιξη!

Νύχτα πήγαιναν στο μαντρί και νύχτα πάλι φεύγανε "για να μη τους βρει ο ήλιος στο δρόμο και περπατούν, σε ξένες στράτες, όλο το χρόνο.

Τα τραγούδια, καθώς γύριζαν στο χωριό, έπαιρναν κι έδιναν σ' όλο το δρόμο.

***

γ\Ο\πως στα χωριά των Γρεβενών, έτσι έκαναν και στα χωριά της Καρδίτσας και στ' άλλα τα καμποχώρια της Θεσσαλίας.

Εδώ όμως, πριν ξεκινήσουν για το μαντρί, έπαιρνε ο νοικοκύρης του σπιτιού τη "βασιλόκλουρα", τη χάραζε από πάνω σταυρωτά με το μαχαίρι και τυλίγοντάς τη σε μια πετσέτα κατέβαινε στο στάβλο και την έσπαζε στα κέρατα του βοδιού του ζευγαριού. Υστερα, κόβοντας από μια μπουκιά με το χέρι του, την έδινε και την έτρωγαν τα ζώα. Στο τέλος και αφού τύλιγε πάλι τη"βασιλόκλουρα" στην πετσέτα, έβγαινε έξω κι έριχνε μια ντουφεκιά στον αέρα,"για να ξυπνήσ' ν τα πράματα".

Την κουλούρα αυτή, που ήταν για το σπίτι, την άφηνε στο ντουλάπι κι έπαιρνε απ' εκεί την κουλούρα του τζιομπάνου, και τ' άλλα τα "πισκέσια" που ετοίμαζε η νοικοκυρά και ξεκινούσε για το μαντρί, μαζί με τους άλλους μπακαταραίους.

Σαν έφταναν στην καλύβα, η πρώτη τους δουλιά ήταν να ρίξουν μια ντουφεκιά, "για να προγγίξ'ν τα σφαχτά" κι ύστερα να μπουν στο μαντρί, μαζί με το τζιομπάνο, για να σπάσουν την κουλούρα στα κέρατα του κριαριού, που ήταν και γκισέμι του κοπαδιού.

Και σπάζοντας λίγη κουλούρα με το χέρι του ο τσέλιγγας, έδινε από λίγο στο κριάρι και στις προβατίνες, που ήταν εκεί κοντά, "για να σταθούν γερά και προκομμένα όλο το χρόνο".

Υστερα, μπαίνοντας όλοι μαζί στην καλύβα, έτρωγαν και τραγουδούσαν, "για το καλό του χρόνου", ρίχνοντας και από καμιά ντουφεκιά στον αέρα, "για να βασιλέψ' ν τα όπλα".

Οσοι δεν είχαν σφαχτά, έσπαζαν τη "βασιλόκλουρα" στα κέρατα των βοδιών του ζευγαριού κι έδιναν σ' όλα τα ζώα που ήταν στο στάβλο να φάνε από λίγο,"για την καλή χρονιά".

- Στους Μουραχάδες της Καρδίτσας, έσπαζε τη "βασιλόκλουρα" στα κέρατα του κριαριού, ο γεροντότερος της παρέας. Εδώ εκείνος που έφτανε πρώτος στο μαντρί, έριχνε μια ντουφεκιά στον αέρα, για να δείξει πως δεν κοιμόταν, όπως οι άλλοι, και φώναζε: "Αϊντε, καλή χρονιά!! "

Πάνω στο τρικούβερτο γλέντι και το φαγοπότι που ακολουθούσε στην καλύβα, τα Μαυροβουνιώτικα καρανταγλίσια περίστροφα και οι γκράδες χαλούσαν τον κόσμο από το ντουφεκίδι.

Αν, εκεί τριγύρω, ήταν κι άλλα μαντριά, συγκεντρώνονταν όλοι στην κεντρικότερη καλύβα της περιοχής κι εκεί το 'στρωναν στο χορό και στο τραγούδι και το ντουφεκίδι πήγαινε καπνός.

***

γ\Σ'\ όλα τα θεσσαλικά χωριά, εκτός από την κουλούρα που πήγαιναν στο τζιομπάνο, πήγαιναν οκάρικες κουλούρες και στο σιδερά του χωριού, που τους έφτιαχνε τα υνιά και τ' άλλα τα εργαλεία τα γεωργικά, καθώς και στο γελαδάρη που έβοσκε τα γελάδια του χωριού, μαζί μ' ένα μεγάλο κομμάτι χοιρινό κρέας. Ιδια κουλούρα, κεντημένη από πάνω, πήγαιναν και στον παπά του χωριού.

- Στη Δρακότρυπα, (παλιά Σκλάταινα) του Δήμου Αργιθέας, την κουλούρα που πήγαινε τ' αφεντικό στο μαντρί, δεν την έτρωγε ο τζιομπάνος, μα την κρεμούσε, ανάμεσα στα πρόβατα, στο μαντρί.

- Κουλούρα με κεντίδια πήγαιναν, στο τζιομπάνο και στα χωριά της Βόνιτσας και του Ξηρόμερου, καθώς και στα χωριά της Λαμίας, που τη συνόδευαν με κρέας, κρασί και διάφορα γλυκά.

- Στην περιοχή της Θήβας, ένα αγόρι με μάνα και πατέρα στη ζωή, ως δέκα, δώδεκα χρόνων, μ' ένα καλάθι δίπλες στο χέρι, πήγαινε πρωί - πρωί στο μαντρί, "για να κάνει το ποδαρικό και να πει τα χρόνια πολλά στο τζιομπάνο. Εκείνος, για να το ευχαριστήσει, έπιανε και σημάδευε ένα κατσίκι στ' όνομά του και το Πάσχα που μεγάλωνε, πήγαινε και το 'παιρνε για να το σφάξουν στο σπίτι τη Λαμπρή.

- Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, αντί να πάνε πίτα και κουλούρα στο τζιομπάνο, έφτιαχναν κάτι μικρά κουλούρια, που τα λέγανε "κλίκια" και το πρωί που θα 'βγαζαν τα γίδια στο τζιομπάνο, περνούσαν στα κέρατά τους από ένα"κλίκι" κι ο τζιομπάνος τα 'πιανε και τα 'παιρνε από κει.

Το γραφικότατο τούτο έθιμο της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που γαλούχησε γενεές γενεών στα περασμένα, δείχνοντας την αγάπη και την αλληλεγγύη του λαού μας στους συνανθρώπους του, καθώς και τον πλούτο των συναισθημάτων και των εκδηλώσεων της ψυχικής και πνευματικής του καλλιέργειας, ίσως να υπήρχε, παλιότερα, σ' όλες τις κτηνοτροφικές περιοχές της χώρας μας.

Αλλάζοντας όμως οι καιροί και περνώντας τα χρόνια, ο νόμος της φθοράς τ' άλλαξε κι αυτά και τα 'κανε να εκφυλιστούν και να εγκαταλειφθούν, όπως έγινε και στις παραπάνω περιοχές που η κτηνοτροφία περιορίστηκε και τα παιδιά των κτηνοτρόφων, αφήνοντας την ύπαιθρο, εγκαταστάθηκαν στις πόλεις, αλλάζοντας επάγγελμα και νοοτροπία.

***

γ\Τ\ην Πρωτοχρονιά, σαν τέλειωνε η εκκλησία κι ώσπου να βγει ο παπάς να τους ευλογήσει και να τους δώσει τις ευχές του, για τον καινούριο χρόνο, οι χωριανοί έκαναν διάφορες παρατηρήσεις και προγνωστικά για τον καιρό, για τα σπαρτά και για την υγεία, βασισμένες όλες πάνω στην πείρα και σ' όσα είχαν ακούσει απ' τους παππούδες τους.

Αν η Πρωτοχρονιά έμπαινε με λιακάδα, πίστευαν, πως θα είχαν μεγάλη παραγωγή από καλαμπόκια.

Αν όμως ήταν λιακάδα και παγωνιά μαζί, τότε η χρονιά θα ήταν υγιεινή και δε θα είχαν φόβο από αρρώστιες. Αλλα πίστευαν πως αν έβρεχε ή χιόνιζε την Πρωτοχρονιά, σαράντα μέρες θα έκανε τον ίδιο καιρό"

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη "Το δωδεκαήμερο. Παλιά ήθη και έθιμα". Εκδόσεις "Φιλιππότη".


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ