Ο "Ριζοσπάστης" δημοσιεύει με ευχαρίστηση άρθρο του γνωστού ποιητή και συγγραφέα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας Πάνου Τσούκα, αφιερωμένο στα 10 χρόνια από το θάνατο της ξεχωριστής Ελληνίδας ποιήτριας Ρίτας Μπούμη - Παππά και στην κοινή δημιουργία της με του επίσης προικισμένου συντρόφου της, ποιητή, Νίκο Παππά
Η Ρίτα, από τη Σύρα, κι ο Νίκος από τα Τρίκαλα, γεννήθηκαν κι οι δυο στα 1906. Βγάζανε τα λογοτεχνικά περιοδικά "Κυκλάδες" και "Επαρχία".Τα προβλήματα, οι σκέψεις, οι στίχοι, τους έφεραν κοντά σε μια πνευματική γνωριμία, που ολοκληρώθηκε σ' ένα τρυφερό αίσθημα, που κατέληξε στο γάμο τους, σφραγίζοντας μια ζωή σπάνια.
Εγινε ο Νίκος για την Ρίτα και άντρας και γιος, όπως το λέει σε κάποιους στίχους της από τους πιο λυρικούς:
"Αδέξια τον κρατώ και τρυφερά/
τον προσφωνώ στα χάδια μου "παιδί μου", /
ποτέ και για κανένα έτσι γλυκά/
δεν ένιωσα να σώνεται η ψυχή μου. /
Κι εγώ που αθώα ως τώρα και δειλή/
την πρώτη ερωτική μου ζω ημέρα, /
χωρίς να 'χω γεννήσει ένα παιδί, /
ενός αντρός αισθάνομαι μητέρα".
Και για τον Νίκο η Ρίτα έμεινε "Μαργαρούλα", το "γλυκό παιδί" του, η μούσα του, που τον έκαμε τον "πιο πλούσιο σύζυγο", μα και η μητερούλα του.
Κι οι δυο τους έγιναν το αγαπημένο ποιητικό ζευγάρι, μεγάλοι μέσα στους άλλους μεγάλους των γραμμάτων.
***
Η "μούσα μου", έλεγε την Ρίτα ο Νίκος. Κι η Ρίτα βρήκε κοντά στον Νίκο έμπνευση. Τη συνεπήρε το δημοτικό τραγούδι. Γνώρισε καλύτερα τη νεότερη ιστορία και τ' αγροτικά ελληνικά έθιμα. Στη γενέτειρα του Νίκου εμπνεύστηκε τραγούδια σαν "Η βωδάμαξα", που ο Καζαντζάκης τ' αποκάλεσε "μεγάλα κι αθάνατα"... Στη βοήθεια του Νίκου χρωστάει η Ρίτα τα "Χίλια σκοτωμένα κορίτσια",με την τόσο πλατιά επιτυχία. Ο Νίκος της έδωσε μεγάλο μέρος από δραματικά στοιχεία. Κι οι δυο μαζί, με τους στίχους τους, πύργωσαν πολλές ποιητικές συλλογές. Οι στίχοι τους έχουνε, βέβαια, διαφορές. Πιο λυρικοί, πιο απαλοί, πιο ανάεροι οι στίχοι της Ρίτας. Πιο αυστηροί, πιο τραχείς, πιο δυσκολοπρόσιτοι οι στίχοι του Νίκου. Μα οι στίχοι και των δύο έχουν κάτι από την πλούσια ψυχή τους. Οπως έχουν και τα πεζά τους.
***
Πολλοί από μας αναρριγήσαμε διαβάζοντας, τους πυρωμένους στίχους της Ρίτας για "τα διακόσια παλικάρια", "για διακόσια μνήματα".
"για αγόρια πιο νέα κι απ' το Χριστό/
που δεν τραφήκανε με γάλα, μέλι και ψωμί/
παρά το ΜέγαΟνειρο/
'θρεψαν με το ασημί τους το μεδούλι, /
με μια ερωμένη στα μάτια τους/
φτιαγμένη από αέρα, /
από πλατύ, γαλάζιο αέρα". /
Μ' ένα τέτοιο αναρρίγισμα απήγγειλα κι εγώ, σε μια πολιτιστική εκδήλωση της νεολαίας του χωριού μου, κάποιους απ' αυτούς τους στίχους. Η Ρίτα μ' είχε συγκλονίσει. Μαζί με μένα και πολλούς χωριανούς και χωριανές μου.
Με ενδιαφέρον γνωρίστηκαν από τότε, όσο ήταν δυνατό, και οι δύο ποιητές με έργα Αλβανών και, με τη μοίρα της Αλβανίας. Ποιητές που αγαπούνε το λαό τους, δεν μπορεί να μην αγαπούν και τους άλλους. Και, προπαντός, λαούς τόσο γειτονικούς.
"Πυκνέ ιστέ αλβανικής αγάπης, τύλιξέ με, /
συ ξέρεις απ' ορφάνια, φτώχεια, ξενιτιά. /
Ποτέ δεν είναι αργά γι' αγάπη, χόρτασέ με, /
περφάνια δωρική αυστηρή με λυγμό το χαλκά, " /
έγραφε η Ρίτα. Κι ο Νίκος λέει, πως μνήμες παιδικές και γενεαλογικές τον κρατούσανε στενά δεμένο με την Αλβανία.
Η Ρίτα και ο Νίκος ήταν οι πρώτοι Ελληνες που, από τα χρόνια του '50, φρόντισαν να συμπεριληφθούν σε μια παγκόσμια ποιητική ανθολογία και ποιήματα Αλβανών ποιητών. Μια φροντίδα που, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε καιρό, είναι αξιέπαινη.
Στις κρατικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αλβανία φυσούσανε τότε παγεροί βοριάδες. Τα σύνορα έμεναν κλεισμένα. Στις πρωτεύουσες δεν υπήρχαν πρεσβείες. Κι η ποίηση δύσκολο να γινότανε "πρέσβειρα" των λαών. Η συνεργασία μπορούσε να θεωρηθεί κολάσιμο αμάρτημα. Κι η Ρίτα ενδιαφέρθηκε να εξασφαλίσει ποιήματα Αλβανών ποιητών μέσω... Βουλγαρίας.
Η πρότασή της συζητήθηκε σε μάζωξη Αλβανών συγγραφέων.
***
Τον ίδιο καιρό, η Ρίτα μου 'στειλε - πολύτιμο δώρο - από διαφορετικούς δρόμους, δύο αντίτυπα της ποιητικής συλλογής της "Η σκληρή Αμαζόνα". Τα φυλάω και τα δυο. Στο ένα έγραφε:
"Στο φίλο ποιητή Πάνο Τσούκα με τις ευχαριστίες μου, την εκτίμησή μου και την αγάπη μου". Στα 1980 η Ρίτα και ο Νίκος επισκέφτηκαν την Αλβανία. Ητανε βαθιά επιθυμία, δική τους και δική μου, ν' ανταμώναμε. Μα ενώ τους περίμενα στο Αργυρόκαστρο "δεν μπορούσαν να 'ρθούνε γιατί το Αργυρόκαστρο είναι μακριά". Εμειναν κι κείνοι κι εγώ με το καρτέρι. Τον Απρίλη του 1984, πήρα το χαρμόσυνο νέο να επισκεφτώ, μαζί με το διαλεχτό Αλβανό ποιητή Ισμαήλ Κανταρέ την Αθήνα, καλεσμένος στο παγκόσμιο συνέδριο "Συγγραφείς και εξουσία". Θ' αντάμωνα, επιτέλους με την Ρίτα και τον Νίκο. Αναπάντεχα, την τελευταία ώρα, όταν είχαμε πάρει τα διαβατήρια πήραμε άλλη μιαν είδηση, πως το συνέδριο δε θα συνέρχονταν τον Απρίλη, όπως είχε προγραμματιστεί μα το Σεπτέμβρη. Κι αυτή η αναβολή ήρθε με μιαν άλλη αναποδιά, πικρότερη. Λίγες μέρες πριν πάμε στην Αθήνα, η Ρίτα είχε "φύγει" για πάντα. Σκεφτήκαμε με τον Ισμαήλ, ν' ανταμώναμε τον Νίκο, να τον παρηγορούσαμε και να επισκεφτόμασταν την Ρίτα στην αιώνια της κατοικία. Δυστυχώς και πάλι η επιθυμία μας δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Ο Νίκος είχε φύγει από την Αθήνα, αναζητώντας κάποια παρηγοριά. Αν μπορούμε να μιλήσουμε για παρηγοριά, σ' εκείνον που όπως της έγραψε σ' ένα από τα πρώτα του τραγούδια (8/9/84)
"σταμάτησαν τα ρολόγια/
είχε φύγει η πνοή σου/
μ' ένα τελευταίο στεναγμό/
που θα τον άκουγα απ' τα πέρατα του κόσμου! /
Σταμάτησαν τα ρολόγια. /
Μόνο αυτά; /
Η ζωή μου" /
***
Τούτες οι σκέψεις μου ξανάρθανε στο νου καθώς βρέθηκα μπροστά στην Ρίτα. Ο Νίκος έσκυψε και πέρασε απαλά την απαλάμη του στο άσπρο μάρμαρο. Κείνη η χαϊδευτική χειρονομία λες κι ήτανε ανάλαφρο χτύπημα στην πόρτα της Ρίτας, καθώς το συνόδεψε κιόλας με τη θλιμμένη γεροντική φωνή του: "Σήκου, Μαργαριτούλα μου, να ιδείς ποιος μας ήρθε". Κείνη τη μέρα του προσκυνήματος στον τάφο της Ρίτας, λες κι είχε βγει από το μαρμάρινο κατοικιό της και στεκότανε μπροστά μας ζωηρή, γελάτη. Λες και παράγγειλε στον Νίκο να μας προσφέρει κι από μέρους της θυμητάρια αξέχαστα. Εκείνος έγραψε στο πεζογράφημα της Ρίτας "Η Χρυσώ": "Στον Πάνο το μεταθανάτιο έργο της Ρίτας, με φιλία και αγάπη" και στο ποίημά του "Τελευταίο ταξίδι": "Στον Πάνο με την αγάπη μου από τη Ρίτα κι εμένα".
Χωρίσαμε με τον Νίκο βαθιά συγκινημένοι. Μια συγκίνηση που τη δοκιμάζω συχνά, όταν θυμούμαι τα περιστατικά που μας συνδέουν, όταν θωρώ τις φωτογραφίες τους, όταν ξεφυλλίζω τα βιβλία τους...
Πάνος ΤΣΟΥΚΑΣ