Κυριακή 14 Ιούλη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
"ΠΕΙΡΑΪΚΗ - ΠΑΤΡΑΪΚΗ"
Το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου "κλεισίματος"

Στο οριστικό κλείσιμο της Π - Π προσανατολίζεται η κυβέρνηση, μετά την αποτυχία του τέταρτου διαγωνισμού για το ξεπούλημά της. Υποκρισία, οι προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Από την προηγούμενη δεκαετία η κυβέρνηση είχε προδιαγράψει, με την πολιτική της, τη σημερινή κατάληξη

Οριστική "ταφόπλακα" στην "Πειραϊκή - Πατραϊκή" βάζει τελικά η... εκσυγχρονιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το προανάγγειλε ουσιαστικά ο πρόεδρος του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) Α. Τσουδερός, σχεδόν τρία χρόνια μετά τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Α. Παπανδρέου το 1983 στην Πάτρα. Τότε που τα λόγια τα ψεύτικα και τα μεγάλα είχαν επιστρατευτεί για να κλαπεί η ψήφος των Πατρινών και μοιράζοντας από τα μπαλκόνια υποσχέσεις ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα στηρίξει, θα ενισχύσει και θα αναπτύξει το συγκρότημα της Π - Π!

Η επιλογή της κυβέρνησης για κλείσιμο του συγκροτήματος, μετά τον τέταρτο ανεπιτυχή διαγωνισμό για την εκποίηση των τελευταίων υπαρχόντων του, ήταν προδιαγεγραμμένη, γεγονός που ο "Ρ" επανειλημμένα σημείωνε. Οχι επειδή η εφημερίδα είχε υπόψη της ξεχωριστές πληροφορίες και υπόγειες διεργασίες, αλλά αναλύοντας ψύχραιμα και αντικειμενικά τις προοπτικές που κάθε φορά δημιουργούνταν από την εφαρμοζόμενη πολιτική. Λόγος γίνεται για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του άγριου ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, πολιτική συνεχούς υποβάθμισης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και περιθωριοποίησης της οικονομίας της χώρας συνολικά.

Η ιστορία της Π - Π, όπως και η ανάλογη άλλων βιομηχανικών μονάδων, έχει τη δική της αμαρτωλή ιστορία. Πάντως από την περίοδο που σημειώθηκε το οικονομικό ξετίναγμα της επιχείρησης, που από κοινού προκάλεσαν οι Στρατοκατσαμπαίοι ως ιδιοκτήτης της και οι διοικήσεις της Εθνικής Τράπεζας, που "φούσκωσαν" τα προσωπικά χρηματοκιβώτια των πρώτων με "θαλασσοδάνεια" ατελείωτων δισεκατομμυρίων, έχουν περάσει δεκατρία χρόνια. Από τότε χρονολογείται η ένταξη της επιχείρησης στον ΟΑΕ. Από τότε, ουσιαστικά, είχε τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο οριστικής διάλυσής της.

Η μέθοδος γνωστή και ιδιαίτερα προσφιλής στις κυβερνήσεις και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Πρόκειται για τη συστηματική, επί μία δεκαετία, υπονόμευση και περιθωριοποίηση της Π - Π και την έναρξη αλλεπάλληλων διαγωνισμών για την εκποίηση της τωρινής ιδιοκτησίας της επιχείρησης, στα πλαίσια των οποίων προσπαθούν να την ξεπουλήσουν μέσα από τη μετατροπή των εργοστασίων της, σε οικόπεδα. Ο τέταρτος διαγωνισμός και οι σχετικές "προσφορές" που έγιναν γνωστές τη βδομάδα που μας πέρασε, έρχεται να επιβεβαιώσει το άγχος της κυβέρνησης να απαλλαγεί, αλλά και να απαλλάξει τους ανταγωνιστές του κλάδου, από την ύπαρξη της "Πειραϊκής - Πατραϊκής". Ετσι, το τεράστιο σκάνδαλο διάλυσης της Π - Π που ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ το 1986, επί υπουργίας πάλι της Β. Παπανδρέου, με την αυτονόμηση των εργοστασίων της, για να μπορεί πιο εύκολα να τα παραδώσει στους ιδιώτες, και αφού μεσολάβησαν οι αντίστοιχοι χειρισμοί της κυβέρνησης της ΝΔ, ολοκληρώνεται τώρα από την κυβέρνηση Σημίτη.

Ενδεικτικό προς αυτό είναι τα αποτελέσματα του τελευταίου διαγωνισμού, όπου το ενδιαφέρον εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στα μη παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης (αποθήκες και αποθέματα), ενώ η μοναδική προσφορά για τις παραγωγικές μονάδες, εργοστάσια Πάτρας και Χαλκίδος είναι από την... τεχνική εταιρία ΕΡΓΑΣ ΑΤΕ - ΕΡΓΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι "προσφορές" δείχνουν τι επίλογο επιφυλάσσουν κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες για την Π - Π, τον πάλαι ποτέ κολοσσό της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, που στήριξε και θα μπορούσε να στηρίξει και στο μέλλον την οικονομία της χώρας. Οι ευθύνες είναι τεράστιες για τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που όλα αυτά τα χρόνια δρομολόγησαν τη διάλυσή της, υπονομεύοντας έτσι τον στρατηγικής σημασίας για τη χώρα κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα σχέδια των Βρυξελλών που επιτάσσουν "την άμεση συρρίκνωση του κλωστοϋφαντουργικού τομέα κατά 25% και του υφαντουργικού κατά 45%".

Το ιστορικό του σκανδάλου

Η πορεία της Π - Π είναι συνυφασμένη με την ίδια την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα. Πρόκειται για επιχείρηση - κολοσσό για τα δεδομένα της χώρας και όχι μόνο, που αριθμούσε 7.500 εργαζόμενους και διέθετε 11 εργοστάσια και παραγωγικές μονάδες σ' ολόκληρη τη χώρα, με εξαγωγές 33 δισ. δρχ., η οποία απορροφούσε πάνω από 30.000 τόνους βαμβάκι το χρόνο. Την επιχείρηση την εγκατέλειψαν ουσιαστικά, με τη μορφή της υπερχρεωμένης, "προβληματικής" εταιρίας, το 1982 οι ιδιοκτήτες Στράτος - Κατσάμπας. Λίγο αργότερα "πέρασε" στον έλεγχο του δημοσίου μέσω του ΟΑΕ με μόνο στόχο όχι βέβαια την "κοινωνικοποίησή" της, όπως υποστήριζαν οι κυβερνώντες του ΠΑΣΟΚ αλλά - όπως αποδείχτηκε από τους μεταγενέστερους χειρισμούς - την κοινωνικοποίηση των χρεών που είχαν δημιουργήσει οι Στρατοκατσαμπαίοι. Απώτερη επιδίωξη, η οικονομική εξυγίανση της επιχείρησης με μεταφορά των δεκάδων δισεκατομμυρίων χρεών στον κρατικό κορβανά και η εκ νέου απόδοσή της, "καθαρής" και "απαλλαγμένης" από υποχρεώσεις, σε ιδιώτες. Η πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μετά την ένταξη της επιχείρησης στον ΟΑΕ, δεν ήταν δυνατόν παρά να οδηγήσουν στη συρρίκνωση και τη συνεχή υπονόμευση της επιχείρησης. Δε θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά, αφού όλες οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις υιοθέτησαν τα σχέδια των Βρυξελλών που θέλουν τη δραστική μείωση συνολικά του κλάδου στην Ευρώπη, τη μεταφορά των "εργασιοβόρων" κυρίως επιχειρήσεων σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και γενικά σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, ενώ στα πλαίσια της ΕΕ ουσιαστικά στηρίζεται και διατηρείται η... "ελίτ" των επιχειρήσεων με το υποτιθέμενο "επώνυμο" και πάντως ακριβό προϊόν. Η πρώτη απόφαση υπονόμευσης της επιχείρησης πάρθηκε το 1986, όταν επί υπουργίας Β. Παπανδρέου αποφασίστηκε το "σπάσιμο" του ομίλου της Π - Π. Στην πραγματικότητα ο κατακερματισμός του ομίλου σε μικρότερες αυτόνομες επιχειρήσεις αποτελούσε ένα καραμπινάτο σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων σε βάρος του ομίλου, μια εγκληματική επιλογή εναντίον του κλάδου ένδυσης και της οικονομίας της χώρας, συνολικά.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής αποδείχτηκαν τραγικά. Από τα 11 εργοστάσια της Π - Π, σήμερα λειτουργούν μόνο δύο,από ιδιώτες. Το εργοστάσιο του Καρπενησίου που πουλήθηκε "αντί πινακίου φακής" στους πρώην ιδιοκτήτες Στράτο - Κατσάμπα και η μονάδα της Σάμου που εκχωρήθηκε στον επιχειρηματία Χατζή. Πρόκειται για τον επιχειρηματία που πρόσφατα αρχικά ανακοίνωσε ότι κηρύσσει πτώχευση στον όμιλό του, ενώ λίγες μέρες μετά το ...ανακάλεσε. Και τα δύο εργοστάσια λειτουργούν με μειωμένο προσωπικό και με περικοπές των κατακτήσεων, που με αγώνες οι εργαζόμενοι είχαν καταχτήσει. Από τα 7.500 άτομα που εργάζονταν συνολικά στην Π - Π, σήμερα απασχολούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περίπου 500 άτομα.

Ενδεικτική του εγκλήματος είναι και η περίπτωση της Π - Π ΓΑΒΡΙΗΛ,που ξεπουλήθηκε στους Παπαθανασίου - Κατσάμπα. Επί δυόμισι χρόνια οι ιδιώτες λεηλάτησαν στην πραγματικότητα ένα εργοστάσιο αξίας 7 δισ. δρχ., δίνοντας μόνο μια εγγυητική επιστολή 300 εκατομμυρίων δρχ. και στη συνέχεια διέκοψαν τη λειτουργία του, αξιώνοντας κι από πάνω αποζημίωση από το κράτος ύψους 600 εκατομμυρίων δρχ.! Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο τα αποθέματα που υπήρχαν στον ΓΑΒΡΙΗΛ, ήταν αξίας 2,6 δισ. δρχ. Το εργοστάσιο επιστράφηκε στον ΟΑΕ σαν "στυμμένη λεμονόκουπα", για να πουληθεί σαν παλιοσίδερα στον πλειστηριασμό που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ανάλογη ήταν και η τύχη του εργοστασίου των Φιλιατών, το οποίο αγόρασε ο Σ. Αργυρός και αφού το ξεζούμισε, του έβαλε πέρσι το καλοκαίρι λουκέτο, πετώντας στο δρόμο τους εργαζόμενους.

Τα συμπεράσματα από το τεράστιο σκάνδαλο που συντελέστηκε, επιβεβαιώνουν την ορθότητα των προτάσεων του συνδικαλιστικού κινήματος και την ανάγκη να λειτουργήσει ο όμιλος της Π - Π ενιαία, κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου, κάτι όμως που είναι έξω από τη λογική της κυβέρνησης, η οποία είναι ενταγμένη στην εξυπηρέτηση ντόπιων και ξένων μεγαλοσυμφερόντων.

Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ