Συνεχίζουμε σήμερα με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της αναφοράς μας για το φαινόμενο του θερμοκηπίου που αποτελεί την υπ' αριθμόν ένα απειλή του πλανήτη.
Το αποτέλεσμα μιας μικρής αύξησης της θερμοκρασίας μπορεί να αποβεί πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο απ' ό,τι κατ' αρχήν φαίνεται. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου δε θα φέρει απαραίτητα ήπιους χειμώνες και υπέροχα καλοκαίρια. Θα υπάρξει αύξηση της εξάτμισης του νερού και ως εκ τούτου αύξηση των βροχοπτώσεων. Αλλά μεταξύ του χρόνου που το νερό εξατμίζεται και του χρόνου που πέφτει η βροχή, επειδή οι υδρατμοί μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις, υπάρχει μεγάλο διάστημα. Στο εσωτερικό των ηπείρων είναι πιθανό να εξατμιστεί το νερό από ποτάμια και λίμνες κι όταν βρέξει το πιο πολύ θα εξατμιστεί γρήγορα από την επιφάνεια του εδάφους. Οι υδρατμοί τότε μπορούν να μεταφερθούν μακριά, να σχηματιστούν σύννεφα και να βρέξει σε μακρινά βουνά ή τη θάλασσα. Με λιγότερο νερό στο έδαφος, το νερό των λιμνών και των ποταμών μπορεί να μειωθεί και το εσωτερικό των ηπείρων να γίνει πιο άγονο. Με τη μεταφορά των υδρατμών όμως σε μέρη με ωκεάνιο κλίμα, όπως η Βρετανία μπορεί να γίνουν πιο υγρά, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της Β. Αμερικής ο καιρός μπορεί να γίνει πιο ξηρός κι όλα αυτά από την ίδια αιτία. Οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις συσχετίζονται με τις μεταβολές στη θερμοκρασία, επειδή τα σύννεφα την επηρεάζουν και επειδή το νερό τείνει να απορροφά τη θερμότητα αργά και να την αποδεσμεύει εξίσου αργά, μετριάζοντας έτσι τις θερμοκρασιακές αλλαγές. Οπου αυξάνουν οι βροχοπτώσεις ο καιρός γενικά μπορεί να γίνει πιο ψυχρός, αλλά σε περιοχές που γίνονται ξηρότερες, οι ακραίες θερμοκρασίες μπορεί να είναι ίδιες. Ετσι υπάρχει πιθανότητα να έχουμε συχνότερα πολύ ζεστά καλοκαίρια και πολύ κρύους χειμώνες. Τα αποτελέσματα μπορεί να επηρεαστούν από τη συμπεριφορά των φυτών που μεγαλώνουν γρηγορότερα, όταν υπάρχει διοξείδιο του άνθρακα (CO2) κλείνοντας εν μέρει τους πόρους των φύλλων, μέσω των οποίων εξατμίζεται το νερό, και χρησιμοποιώντας το νερό πιο αποτελεσματικά. Αυτό σημαίνει ότι αφαιρούν λιγότερο νερό από το έδαφος που μπορεί να αντισταθμίσει εν μέρει τις απώλειες από την αυξημένη εξάτμιση. Ακόμα κι έτσι υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες. Θα μεγαλώσουν τα φυτά λόγω της αυξημένης ζέστης και της παρουσίας CO2, ή όχι λόγω των μειωμένων βροχοπτώσεων; Θα μεγαλώσουν σ' ορισμένα μέρη πιο πολύ, κάνοντας τις υγρές περιοχές περισσότερο υγρές, αλλά λιγότερο σε ξηρές περιοχές; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Η αλλαγή στο κλίμα αν υπάρξει μπορεί να αποβεί πολύ σημαντική. Τα φυτά που μας δίνουν καρπούς έχουν καλλιεργηθεί επί αιώνες, ώστε να ευδοκιμήσουν στα κλίματα που μεγαλώνουμε. Αν οι μεγάλοι σιτοβολώνες γίνουν πιο ξηροί τότε η παραγωγή θα μειωθεί, δημιουργώντας προβλήματα στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, αν τα καλλιεργητικά συστήματα δεν μπορέσουν να προσαρμοστούν. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι περιοχές που έχουν σήμερα κλίμα ακατάλληλο για γεωργία μπορεί να βελτιωθούν, αλλά με ανησυχητικές πολιτικοοικονομικές συνέπειες. Ολα θα εξαρτηθούν από την έκταση των αλλαγών. Υπάρχουν εκτιμήσεις για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς Κελσίου μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα και κατά πέντε μέχρι το 2100. Αύξηση ενός βαθμού βραχυπρόθεσμα θα είχε μικρές επιπτώσεις. Αντίθετα οι τέσσερις βαθμοί θα είναι καταστροφικοί. Ο πάγος λ.χ. της Ανταρκτικής θα μπορούσε να αρχίσει να λιώνει. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τεράστιες περιοχές καλυμμένες με πάγο και χιόνι που τώρα είναι λευκές θα γίνουν σκούρες. Επειδή τα ανοιχτά χρώματα αντανακλούν την ακτινοβολία, ενώ τα σκούρα την απορροφούν, θα επιταχυνθεί το λιώσιμο των πάγων. Το ίδιο θα συμβεί και στο Β. Πόλο. Οι πάγοι στους πόλους περιέχουν το 98% του γλυκού νερού του πλανήτη, το οποίο θα εισέβαλλε στους ωκεανούς. Το επίπεδο της θάλασσας θα ανέβαινε κατά πενήντα μέτρα περίπου, πλημμυρίζοντας τις χαμηλές περιοχές της ξηράς, όπου βρίσκονται και οι σπουδαιότερες πόλεις του κόσμου.
Για το CO2 που έχει αποδεσμευτεί στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ακόμα και τώρα ελάχιστα γνωρίζουμε για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ώστε να προβλέψουμε επακριβώς τις συνέπειές του. Ισως η τάση για αύξηση της θερμοκρασίας να αντιστραφεί. Αν όμως γίνει κάτι τέτοιο χρειάζονται δραστικά μέτρα. Είναι δυνατό να αφαιρέσουμε το CO2 από τα προϊόντα καύσης πριν τούτο αποδεσμευτεί στην ατμόσφαιρα περνώντας τα καυσαέρια μέσα από διάλυμα νερού με ασβέστιο. Το CO2 αντιδρά με το υδροξείδιο του ασβεστίου και σχηματίζει νερό και ανθρακικό ασβέστιο. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το βιομηχανικό ισοδύναμο της φυσικής διαδικασίας, με την οποία τόσο CO2 απομακρύνθηκε στο παρελθόν. Το όφελος όμως μηδενίζεται, όταν πρέπει να πάρουμε το υδροξείδιο του ασβεστίου από ασβεστόλιθο και κιμωλία, θερμαίνοντάς το, ώστε να εκλυθεί διοξείδιο του άνθρακα, γιατί απλώς προσθέτουμε το τελευταίο στον αέρα σε κάποιο μέρος, για να αφαιρέσουμε ανάλογη ποσότητα από τον αέρα κάποιας άλλης περιοχής. Ο μόνος πραχτικός τρόπος για να εμποδίσουμε το CO2 να εισέλθει στον αέρα είναι να καίμε λιγότερα καύσιμα. Δηλαδή λιγότερα πετρέλαιο, άνθρακα, τύρφη και ξύλα. Κι επειδή αυτό σημαίνει μείωση της παραγωγής κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί. Σήμερα υπάρχουν δυο ενδεχόμενα. Η χρήση της πυρηνικής ενέργειας.Είναι γνωστό ότι αυτή παράγει θερμότητα, χωρίς να εκλύει διοξείδιο του άνθρακα, αλλά εμπεριέχει τους γνωστούς κινδύνους. Ομως έχουμε και τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας (ηλιακή, αιολική κλπ.). Νομίζουμε ότι η δεύτερη λύση είναι αυτή που πρέπει να επιλεγεί και να αρχίσει άμεσα μια εκστρατεία σε παγκόσμια κλίμακα. Δε θα πρέπει να πέσουμε στην παγίδα της πυρηνικής ενέργειας από το φόβο του θερμοκηπίου. Γιατί η διόρθωση ενός προβλήματος μπορεί να μας δημιουργήσει άλλο ένα, ίσως και μεγαλύτερο.