Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Παρακολουθούν έκθαμβες έναν γέρο άνθρωπο, που έχει άγρια προβλήματα με την υγεία του, να περιφέρεται στις αγορές και στα λιμάνια και να "δείχνεται" - ο ίδιος και τα δόντια του - σαν κάτι εξαιρετικό. Και γύρω του ο κόσμος χυδαίος και άπονος, να χτυπάει χειροκροτήματα γιατί, μπόρεσε, λέει - ο άρρωστος - να κουνήσει το χέρι του. Και αυτή πράξη του, λένε, έχει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Και ο ίδιος - με όση λογική του έχει μείνει - αποκαμωμένος, χωρίς δυνάμεις για να τους προγκίξει, γυρεύει, απελπισμένα, μια καρέκλα για να ακουμπήσει και αν είναι δυνατόν να πέσει πάνω της και να σβήσει. Κανένας σεβασμός!
Και να βλέπουν οι δυστυχισμένες - και τρελές, οριστικά, πια - αγελάδες τον δικαστή και πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας να γυρίζει, χωρίς περίσκεψη την προβιά του από τη μαύρη πλευρά. Και να απλώνει - χωρίς προσχήματα - μπροστά μας τον αντικομμουνισμό του και τον άσχημο εθνικισμό του. Και να γίνεται το κακό παράδειγμα. Και να ξέρει - και όλοι μας να ξέρουμε - πως άρμεξε - και αυτός - από τον κόσμο του Κου Κου Ε, που σήμερα "δικάζει". Και να μην τον φτάνει - τον δικαστή - η ιδέα της "μεγάλης Ελλάδας", για να χωθεί μέσα της και να κρυφτεί μέσα της. Γιατί, η συνέπεια είναι αρετή που αναζητείται!
Και γω, μέσα σε όλο αυτό το χαλασμό, να μαθαίνω αδικαιολόγητα καθυστερημένα, πως "αρρώστησε ο Μίμης". Και τρέχω - καθυστερημένα - στην κλινική να του συμπαρασταθώ. Και εκείνος να έχει πεθάνει, δυστυχώς, πριν φτάσω. Και εκεί στη γραμματεία η κοπέλα, που ρώτησα "σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται ο Ραβάνης", να μου απαντάει, ανυποψίαστα, με μια μεγάλη κουβέντα: "Μα, έφυγε ο Ανθρωπος"!
Και γι' αυτόν τον Ανθρωπο,που έφυγε ήσυχα και πολιτισμένα, όπως έζησε - γράφτηκαν και ακούστηκαν τόσο λίγα, ενώ του έπρεπαν τόσα πολλά. Και όλοι ξέρουμε - και εκείνοι ξέρουν - πως δεν υπάρχει στόμα καθαρό, που να μην τραγούδησε τα τραγούδια του Μίμη. Και δε μιλάω για τις ώρες του βουνού, που εκεί - έτσι κι αλλιώς - τραγουδάς χωρίς να ρωτάς για τον στιχουργό, γιατί ξέρεις, είσαι σίγουρος, πως πολεμάει δίπλα σου! Μιλάω για αργότερα, για τώρα, που οι "ιστορικοί" δε βρήκαν να πουν ούτε δυο απλές κουβέντες γι' αυτόν και το έργο του. Να πούνε, ποιος έγραψε αυτούς τους υπέροχους ψαλμούς, που τραγουδήθηκαν από εκείνα τα υπέροχα λαρύγγια. Δεν τόλμησαν να κάνουν δυο δηλώσεις. Γιατί θα έπρεπε, τότε, να πούνε ένα του - έστω - στίχο. Και δεν τόλμησαν! Γιατί τα ποιήματα του Μίμη - και τα τραγούδια του - θα τους γέμιζαν ενοχές και θα τους αποκάλυπταν. Και προτίμησαν τη σιωπή! Κανένας σεβασμός!