Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
- Δε σας ψηφίζω, ρε Γιάννη, γιατί έχετε μίσος!
- Εμείς, μίσος;
- Ναι, εσείς!
- Τώρα, μ' αυτά που λες, να σου κόψω την καλημέρα; Μίσος εμείς; Εμείς αν έχουμε "καταστραφεί", αν δεν έχουμε δει άσπρη μέρα, είναι γιατί αγαπάμε τον κόσμο.
- Δεν ξέρω τι κάνετε με τον κόσμο, όμως, γυαλίζει το μάτι σας για τον πλούσιο. Ακούτε κεφάλαιο και σας γυρίζει η βίδα.
- Κράτα.
- Μισώ εγώ το κεφάλαιο ή εκείνο μισεί εμένα; Και εσένα! Εκοψα εγώ σύνταξη στο κεφάλαιο όσο κόβει εκείνο σε μένα; Και σε σένα! Πήρα εγώ το παιδί "του κεφαλαίου" και το έβαλα Καθαρή Δευτέρα να πουλάει αετούς στα πεζοδρόμια, αντί να τους πετάει και να τρελαίνεται στο γέλιο, όπως κάνει το δικό του παιδί; Οπως πρέπει να κάνουν όλα τα παιδιά! Πήρα εγώ την κόρη του και την έκανα πουτάνα; Το γιο του ναρκομανή; Το γαμπρό του άνεργο; Τον αδελφό του υποαπασχολούμενο; Το θείο του με διαμαρτυρημένες επιταγές; Εγώ γέμισα τις φυλακές με κρατούμενους; Τα πάρκα με τρυπημένες φλέβες; Εγώ μισώ το κεφάλαιο ή εκείνο εμένα; Και εσένα;
- Κράτα!
- Οχι, δεν κρατάω. Μιλάω και πρέπει να ακούσεις. Και πότε - πότε κούνα και το χέρι σου, γιατί χάνει ύψος, δεν το βλέπεις;
Η κουβέντα γινόταν στο Υμηττό. Και από κάτω - πιάτο - η Αθήνα. Και πέρα - στη θάλασσα - η Αίγινα. Και αν κοίταζες - με περισσότερη προσοχή - έφτανε το μάτι σου μέχρι και την Επίδαυρο. Και ο αετός να έχει πιάσει τον ήλιο.
- Ρε, μπορεί να δίνουν αυτοί αφορμές, εσείς όμως...!
- Αφορμές τα λες εσύ αυτά που κάνουν; Εγώ ανέβασα τη λαγάνα στα χίλια φράγκα και αντί να την τρως σε τρώει; Εγώ έπιασα τα καλαμαράκια απ' τα αυτιά και τα έκανα τσιπούρες; Εγώ πουλάω τις ελιές σαν τον αστακό; Εγώ ανέβασα το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, τα τσιγάρα; Εγώ άφησα εκατόν πενήντα χιλιάδες παιδιά έξω από τα πανεπιστήμια; Εγώ έφερα το καυσαέριο; Εγώ έχτισα εκεί που έπρεπε να φτιάξουν πάρκα και πλατείες; Εγώ... Τράβα, θα μας φύγει, δε βλέπεις;
- Και δεν μπορείς να τα λες, όλα αυτά, χωρίς μίσος;
- Βρε, δεν τους μισώ εγώ, αυτοί με μισούνε! Κατάλαβέ το! Τους έστειλα εγώ ποτέ στον πόλεμο; Αυτοί με στέλνουν! Εκανα εγώ καμιά συμφωνία να παραδώσουμε στις Βρυξέλλες; Αυτοί συμφώνησαν! Επεσα εγώ ποτέ επάνω στους Τσιγγάνους; Αυτοί πέφτουν! Είπα εγώ να είναι τόσο χαμηλά τα μεροκάματα; Αυτοί παίρνουν την αξία, παίρνουν την υπεραξία, παίρνουν τη μάνα τους και τον πατέρα τους! Ποιος μισεί ποιον; Αμόλα!
- Δεν τους μισούμε, αυτοί μας μισούνε, απαντούσε ο άλλος.
- Να, ρε, κερατάδες και εσείς και οι τσίχλες σας!
Υστερα κοιτάχτηκαν και σιωπηρά συμφώνησαν. Αυτοί δεν έριξαν το αεροπλάνο, παρότι θα 'πρεπε. Εκείνο έριξε τον αετό τους, που δεν του έφταιξε. Τι τον έριξε! Τον κατέστρεψε, πες καλύτερα. Απ' όλη αυτή τη χαρά τους έμεινε μόνο το σχοινί. Ποιο σχοινί, ο σπάγκος, πες καλύτερα. Δηλαδή, τίποτα. Ούτε να κρεμαστείς!
- Να, ρε, κερατάδες - άλλη μια φορά - και εσείς και οι τσίχλες σας!