Δε χωρά αμφιβολία ότι δύο συναντήσεις μέσα σε 24 ώρες - την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη, μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας -είναι αρκετές για να "στοιχειοθετήσουν" την εκτίμηση ότι ο διάλογος για τα ελληνοτουρκικά έχει ξεκινήσει και μάλιστα σε "υψηλό επίπεδο" και επί της ουσίας.
Παράλληλα, τα όσα διεμείφθησαν στο Λουξεμβούργο την περασμένη Τρίτη, καθώς και η απόφαση για τη συγκρότηση της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, δείχνουν ότι έχει δημιουργηθεί και το κατάλληλο κλίμα για την ευόδωση αυτού του "διαλόγου". Η διατήρηση - προσωρινή βέβαια - του "βέτο" από την κυβέρνηση στο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο δεν μπορεί να "σκιάσει" τη "βελτίωση του κλίματος" μεταξύ των δύο χωρών, η οποία εγγυάται την περαιτέρω αποτελεσματικότερη πορεία του διαλόγου.
Την ίδια στιγμή ο γγ του ΝΑΤΟ, Χ. Σολάνα, και ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Τ. Νάιλς, δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους για την τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Προφανώς, έχουν τους λόγους τους και γνωρίζουν και περισσότερα.
Η κυβέρνηση Σημίτη από την πλευρά της επιχειρεί να υποβαθμίσει τη σημασία και την ουσία της "κινητικότητας" στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα κρατάει στο σκοτάδι το λαό και τη Βουλή. Οι διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, ότι "με την Τουρκία υπάρχουν συνομιλίες για ιδιαίτερα ζητήματα, τα οποία όμως δε συνδέονται με τις αξιώσεις όσον αφορά τα σύνορα, σχετικά με την αναθεώρηση του στάτους κβο στο Αιγαίο" ελάχιστα, ηχούν καθησυχαστικές. Και αυτό όχι από κάποια κακοπροαίρετη αντιπολιτευτική εμπάθεια, αλλά γιατί ήδη η κυβέρνηση έχει δώσει σαφή δείγματα γραφής, που δικαιολογούν τουλάχιστον ζωηρές ανησυχίες. Πρώτον, έχει αποδεχτεί τη λογική των αμερικανόπνευστων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης για το Αιγαίο και κινείται εντός των πλαισίων που αυτά θέτουν. Κανείς δεν αμφιβάλλει - ούτε βέβαια και η κυβέρνηση - ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων εμπιστοσύνης θα παραδώσει το Αιγαίο στην επικυριαρχία των ΗΠΑ, μέσω της διχοτόμησής του και της μετατροπής του σε μια "γκρίζα ζώνη". Δεν είναι τυχαίο ότι Τούρκοι στρατηγοί την περασμένη βδομάδα, σε ενημέρωσή τους σε επιλεγμένους δημοσιογράφους, εμφανίστηκαν πρόθυμοι να αποδεχτούν τα μέτρα εμπιστοσύνης για το Αιγαίο.
Δεύτερον, η κυβέρνηση Σημίτη πρωτοστατεί στην παραπομπή... κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας (Ιμια) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Την ίδια στιγμή η Αγκυρα αρνείται πεισματικά να άρει την απειλή πολέμου στην περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, καθώς και να αναγνωρίσει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.
Είναι ολοφάνερο ότι η παραπάνω δήλωση του Κ. Σημίτη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η κυβέρνηση δεν προχωρά στο διάλογο με την Αγκυρα στη βάση του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών και των υπαρχουσών διεθνών Συνθηκών και Συμβάσεων, αλλά στη βάση του αμερικανοΝΑΤΟικού σχεδίου για τη διευθέτηση των "διαφορών" μεταξύ των δύο χωρών, προς όφελος, πρώτα και κύρια, των συμφερόντων των ισχυρών συμμάχων στην περιοχή. Γι' αυτό και το δίλημμα "διάλογος ή όχι διάλογος" είναι παραπλανητικό, όπως παραπλανητική είναι και η τακτική των 32 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην επίσημη κυβερνητική τακτική, αλλά και όσων υποστηρίζουν ότι το "χαρτί" των 12 μιλίων είναι σημαντικό διαπραγματευτικό ατού απέναντι στις τουρκικές επιδιώξεις. Ο πραγματικός διάλογος απαιτεί σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων, των συνόρων και του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και την πραγματοποίησή του έξω από την αμερικανοΝΑΤΟική σκέπη.
Η δικαιολογητική βάση που προβάλλει η κυβερνητική προπαγάνδα προκειμένου να στηρίξει τις επιλογές στα ελληνοτουρκικά περιλαμβάνει δύο βασικά επιχειρήματα: Πρώτον, με την τακτική αυτή καταφέρνει να "εκτονώσει" τις ασφυκτικές πιέσεις που της ασκούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, προκειμένου να προχωρήσει σε διάλογο με την Τουρκία. Προφανώς πρόκειται περί επιχειρήματος για αφελείς. Γιατί, ούτε λίγο - ούτε πολύ, ισχυρίζονται ότι και θα ξεγελάσουν τους "κουτόφραγκους" και τίποτα δε θα γίνει. Οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να σταματήσουν τις πιέσεις αν δεν έχουν χειροπιαστά αποτελέσματα στις επιδιώξεις τους. Καθόλου δε δείχνει να προβληματίζει την κυβέρνηση ότι οι πιέσεις αυτές είναι μονομερείς, γεγονός που προδικάζει και ποιος θα είναι ο χαμένος του διαλόγου.
Το δεύτερο επιχείρημα της κυβερνητικής προπαγάνδας υποστηρίζει ότι με το διάλογο και την εμπέδωση ενός κλίματος συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών θα υπάρξουν περιθώρια για τη μείωση της έντασης στην κούρσα των εξοπλισμών. Πρόκειται για ανυπόστατο ισχυρισμό. Η πορεία των εξοπλισμών δεν εξαρτάται από την ένταση ή μη των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά από τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο του νέου ρόλου και δομής του. Επιπλέον, το πενταετές εξοπλιστικό πρόγραμμα που βρίσκεται σε φάση υλοποίησης δεν έχει αποφασιστεί με βάση τις πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας, αλλά με βάση τις ανάγκες του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, περιθώρια περικοπών του με δεδομένη τη γραμμή πλεύσης της κυβέρνησης. Εξάλλου, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ θα βρει τρόπους να πείσει τους καλύτερους πελάτες του για την "ανάγκη" αγοράς των προϊόντων του.
Συμπερασματικά, ο "ρεαλισμός" που επικαλείται η κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά είναι ρεαλισμός της υποταγής στις αξιώσεις και τα σχέδια των ΗΠΑ για την περιοχή. Από αυτή την άποψη είναι επικίνδυνος τόσο για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας όσο και για την ειρήνη, ασφάλεια και καλή γειτονία στην περιοχή. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αφεθεί η κυβέρνηση να κινείται εν λευκώ. Χρειάζεται η λαϊκή παρέμβαση, όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να κρατήσει το λαό στο περιθώριο για να "κλείσει" ανενόχλητα τις εκκρεμότητες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προς όφελος των "ισχυρών προστατών".
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ