Κυριακή 19 Γενάρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 54
ΔΙΕΘΝΗ
Επιχείρηση ανατροπής συμφωνιών της μεταπολεμικής Ευρώπης

Σχετικά με την Τσεχο-Γερμανική Κοινή Διακήρυξη

Τις έντονες αντιδράσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Βοημίας και Μοραβίας, άλλων κομμάτων της τσεχικής αντιπολίτευσης και οργανώσεων, που εκπροσωπούν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, έχει προκαλέσει η Τσεχο-Γερμανική Κοινή Διακήρυξη που συμφωνήθηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών στις 20 Δεκέμβρη στην Πράγα και αναμένεται να υπογραφεί επίσημα μέσα στον ερχόμενο μήνα.

Το ΚΚ Βοημίας - Μοραβίας, στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του Ρεπουμπλικανικού και του Κόμματος Συνταξιούχων, αλλά και οι πάνω από 5.000 Τσέχοι πολίτες που βάζουν τις υπογραφές τους σε κείμενο διαμαρτυρίας, που έχουν αποστείλει προς το Τσεχικό Κοινοβούλιο και τη σημερινή τσεχική κυβέρνηση, καταγγέλλουν ότι η Τσεχο-Γερμανική Κοινή Διακήρυξη δεν είναι μία απλή διεθνής συμφωνία για τις αμοιβαίες σχέσεις των δύο πλευρών, αλλά μία προσπάθεια ανατροπής, όχι μόνον των όσων συμφωνήθηκαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά και της ανεξαρτησίας και αυτοκυριαρχίας του τσεχικού κράτους. Επισημαίνουν ότι η διακήρυξη κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και στους Γερμανούς Σουδήτες, επιχειρώντας, μεταξύ άλλων, να εξισώσει τα εγκλήματα των φασιστών ή ακόμη και να ανακτήσει προς όφελος των τελευταίων τη δύναμη ή την επιρροή που έχασαν με το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου...

Τη μέρα συζήτησης της Τσεχο-Γερμανικής Κοινής Διακήρυξης στο Κοινοβούλιο (αναμένεται να πραγματοποιηθεί μέσα στον ερχόμενο μήνα) προγραμματίζονται στην Πράγα μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Πέρα από αυτό, όμως, το ΚΚ Βοημίας και Μοραβίας ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενημερώσει με ακρίβεια τους πρέσβεις των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην Πράγα, αποστέλλοντας τους επιστολή στις 10 Γενάρη.

"Αυτή η διακήρυξη δεν είναι μία απλή διεθνής συμφωνία"!

Ο Μιροσλάβ Γκρεμπενίτσεκ, πρόεδρος του ΚΚ Βοημίας και Μοραβίας, εξηγεί στην επιστολή της 10ης Γενάρη τους λόγους για τους οποίους καταγγέλλεται το περιεχόμενο της Τσεχο-Γερμανικής Κοινής Διακήρυξης.

Οπως επισημαίνει, "ο νομικός χαρακτήρας της διακήρυξης δεν είναι εκείνος μιας διεθνούς συμφωνίας. Είναι μία πολιτική δήλωση που εκφράζει τις προθέσεις των δύο πλευρών, προκειμένου να εφαρμόσουν μία ειδική πολιτική στις αμοιβαίες και άλλες σχέσεις τους". Επιχειρώντας να επιστήσει την προσοχή των ξένων πρέσβεων στα σκοτεινά σημεία της Τσεχο-Γερμανικής Κοινής Διακήρυξης, υπογραμμίζει ότι προσβάλλονται σοβαρά υπάρχουσες συμφωνίες και θίγονται οι πολιτικές θέσεις άλλων χωρών, ιδιαίτερα εκείνων που ήταν μέλη του πρώην αντιφασιστικού συνασπισμού και της μεταπολεμικής διεθνούς κατάστασης.

Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της επιστολής:

"Είμαστε πεπεισμένοι ότι η καθιέρωση των τσεχο-γερμανικών σχέσεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών συμβάσεων - ιδιαίτερα εκείνων του ΟΑΣΕ - θα ήταν μία πολύτιμη συνεισφορά, όχι μόνο στην αμοιβαία συνεργασία, αλλά και στην πανευρωπαϊκή συνεργασία και ασφάλεια. Είναι παντοτινός μας σκοπός να κοιτάμε στο μέλλον. Αυτό, βέβαια, ταυτόχρονα απαιτεί σεβασμό στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένων και των αποτελεσμάτων του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της μεταπολεμικής κατάστασης στην Ευρώπη.

"Ομως, το πρόχειρο κείμενο της διακήρυξης, που πρωτοσυντάχθηκε, σίγουρα δε συμπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις...

"Η διακήρυξη περιλαμβάνει επικρίσεις των πράξεων που έγιναν από την Τσεχοσλοβακία μετά το 1945, επειδή ανταποκρίθηκε σε ανάλογες νομικές πράξεις που έγιναν από άλλες σύμμαχες χώρες του αντιφασιστικού συνασπισμού. Σε συνεργασία με το Συμμαχικό Ελεγκτικό Συμβούλιο, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία, πολύ σωστά και ανεπιφύλακτα, πήραν τα αναγκαία μέτρα και βήματα για την κατάλληλη επανεγκατάσταση των Γερμανών στις χώρες τους, όπως αποφασίστηκε από τη Διάσκεψη του Πότσνταμ. Ως εκ τούτου, οι χώρες αυτές από κοινού, αλλά και η κάθε μία ξεχωριστά, πραγματοποίησαν τις δεσμεύσεις τους. Γι' αυτό και δεν ήταν ένοχες καμίας παράνομης αγωγής, και, επομένως, δε φέρουν οιαδήποτε διεθνή νόμιμη ευθύνη έναντι της Γερμανίας ή των πολιτών της. Η συμφωνία για την επανεγκατάσταση των Γερμανών ήταν και είναι πολυμερές διεθνές ζήτημα, ενώ αποτελεί μία συνθήκη που δεν επιδέχεται καμία αλλαγή, πρόσθεση ή ακύρωση από κανένα συμβαλλόμενο ή μη μέρος.

Το πρόχειρο κείμενο της διακήρυξης αποτελεί μία περαιτέρω εκτίμηση των πολεμικών και μεταπολεμικών γεγονότων και η ευθύνη των εμπλεκόμενων μερών στην ορολογία και το περιεχόμενό της έρχεται σε αντιπαράθεση με τη Συμφωνία του Πότσνταμ. Γι' αυτό και έρχεται σε αντίθεση με την αξιολόγηση και τα συμπεράσματα των συμμάχων και τα αντικαθιστά με διαφορετικές εκτιμήσεις. Από αυτά συνάγεται ότι δεν ήταν τα εγκλήματα των ναζιστών, αλλά τα μέτρα που πάρθηκαν από την Τσεχοσλοβακία και τους συμμάχους που ευθύνονται για τα "πάμπολλα δεινά αθώων ανθρώπων και των εγκλημάτων που έγιναν σε βάρος τους"".

"Οχι" στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Πότσνταμ

Σημαντικά ενδιαφέροντα είναι εκείνα τα σημεία της επιστολής, που αναφέρονται στις προσπάθειες αναθεώρησης των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών συνθηκών που επιχειρούνται μέσω της Κοινής Τσεχο-Γερμανικής Διακήρυξης. Στην επιστολή της 10ης Γενάρη, που απέστειλε το ΚΚ Βοημίας και Μοραβίας προς τους πρέσβεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας, υπογραμμίζεται ότι η θέση του κομμουνιστικού κόμματος είναι ότι ούτε η Γερμανία, ούτε η Τσεχική Δημοκρατία έχουν το δικαίωμα να αναθεωρήσουν ή να θέσουν σε αμφισβήτηση τη Συνθήκη του Πότσνταμ.

Αλλο χαρακτηριστικό σημείο της επιστολής αναφέρει:

"Η Συνθήκη των Παρισίων για τις Γερμανικές Επανορθώσεις της 21ης Δεκέμβρη 1945 αναφέρει ότι "εκάστη συμβαλλόμενη κυβέρνηση θα κρατήσει, υπό τη μορφή δικής της επιλογής, εχθρική γερμανική περιουσία στη δικαιοδοσία της... προκειμένου να αποτρέψει την επιστροφή της σε Γερμανό ιδιοκτήτη ή γερμανικό έλεγχο". Με αυτό τον τρόπο προχώρησαν οι κυβερνήσεις των ενδιαφερόμενων χωρών (συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας)... Θέτοντας εν αμφιβόλω τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν από τις κυβερνήσεις αυτές, γίνεται μία προσπάθεια να αμφισβητηθεί η γενική αναγνώριση της νομιμότητας τέτοιων συνθηκών. Γεγονός είναι ότι και το κείμενο της διακήρυξης - που αγνοεί τη γενική αναγνώριση της ακυρότητας της Συνθήκης του Μονάχου (με την οποία η Συνθήκη της Βιέννης τέθηκε σε αχρηστία από την αρχή) - είναι στην πραγματικότητα προσπάθεια παράλειψης μίας αρχής που ενσωματώθηκε στη Γερμανο-Τσεχοσλοβακική συνθήκη του 1973".

Τέλος, στην ίδια επιστολή υποστηρίζεται ότι "το κείμενο της διακήρυξης επιτίθεται κατά της νόμιμης συνθήκης, όπου η Τσεχοσλοβακία - όπως και άλλες χώρες - αναγνώρισαν τη νομιμότητα της αντίστασης στο ναζιστικό καθεστώς του τρόμου, ενώ ταυτόχρονα δε νομιμοποίησαν πράξεις βίας που πάρθηκαν για άλλους, λιγότερο τιμητικούς λόγους". Μάλιστα, υπογραμμίζεται ότι η Τσεχογερμανική Διακήρυξη "με κανέναν τρόπο δε διαφοροποιείται από τη διακήρυξη του Χίτλερ στις 9 Ιούνη 1939, κατά την οποία όλες οι ενέργειες που "έγιναν στον αγώνα της διατήρησης εδαφών σε σουδητικό γερμανικό έδαφος ή για την επιστροφή αυτών των εδαφών στο Ράιχ" νομιμοποιήθηκαν και αποκλείστηκαν από κυρώσεις". Σ' αυτό το σημείο, τονίζεται ότι επιχειρείται "μία πρωτοφανής προσπάθεια αμφισβήτησης του χαρακτήρα της αντιναζιστικής αντίστασης, ενώ αντιστρόφως γίνεται προσπάθεια της "συγχώρεσης" πράξεων βίας". Οπως αναφέρεται στο κείμενο της επιστολής, "σ' αυτήν την κατηγορία εντάσσονται επίσης και οι απροκάλυπτες απειλές των ηγετών των Γερμανών Σουδηνιτών Γαιοκτημόνων, που έχουν προειδοποιήσει την τσεχική κυβέρνηση, ενάντια στις προσπάθειες να επικληθεί η υποστήριξη στα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας του Πότσνταμ".

Δ. Ο.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ