Οικολογικός Χάρτης
Ο Νομός Ιωαννίνων με χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τους τεράστιους ορεινούς όγκους έχει έκταση 4.990 χιλιόμετρα (τρίτος σε μέγεθος νομός της χώρας) και πληθυσμό γύρω στους 150.000 κατοίκους. Το άγονο έδαφος και οι μεγάλες ταξικές αντιθέσεις ώθησαν μεγάλο μέρος του παραγωγικότερου δυναμικού του στο εξωτερικό. Γνώρισε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή "αφαίμαξη" τις δεκαετίες του '50 και '60 με αποτέλεσμα να ερημωθούν ολόκληρα χωριά.
Μόνο τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιείται η αξία του περιβάλλοντοςαπό την πολιτεία και γίνονται προσπάθειες (μικρές και δισταχτικές, ακόμα και σήμερα) για την αξιοποίησή του. Μόνο το ένα δέκατο της έκτασής του είναι πεδινό. Μεγάλα ποτάμια, όπως ο Αώος, ο Αραχθος, ο Καλαμάς, ο Λούρος, διασχίζουν το νομό που είναι κλεισμένος από οροσειρές της Πίνδου, τα βουνά του Σουλίου, το Γράμμο, το Σμόλικα κ.ά. Απόκρημνες χαράδρες, αλπικά λιβάδια, εντυπωσιακά σπήλαια και πλούσια δάση συντελούν σ' ένα επίγειο θαύμα, άξιο θαυμασμού, που δυστυχώς ελάχιστα ωφέλησε οικονομικά την πλειοψηφία των κατοίκων. Αν βρισκόταν οποιαδήποτε άλλη χώρα, σίγουρα η φήμη του θα έφτανε και στην τελευταία άκρη της Γης. Το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων συντελεί σ' ένα πλουσιότατο υδάτινο δυναμικό. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός νερομάνα της Κεντρικής Ελλάδας, αφού από κει πηγάζουν οι πέντε ποταμοί που αναφέραμε προηγούμενα.
Μια έκταση 32.000 στρεμμάτων που συμπληρώνουν άλλα 92.000 στρέμματα ζώνης προστασίας και περιλαμβάνει τη χαράδρα του Αώου, το ονομαστό φαράγγι του Βίκου και μια σειρά παραδοσιακών χωριών, αποτελούν το συγκεκριμένο εθνικό δρυμό (σ.σ. το 1973 με το ΠΔ 213 συμπεριλήφθηκε στους εθνικούς δρυμούς). Η χαράδρα του Αώου έχει μήκος δέκα χιλιόμετρα και οι πλαγιές της φτάνουν μέχρι τα 2.400 μέτρα. Δύσκολες στην προσπέλασή τους λόγω των απότομων κλίσεων, έχουν μια άγρια ομορφιά που τις κάνουν μοναδικές. Κοντά στις όχθες του Αώου συναντάμε πλατάνια και ιτιές, ενώ ψηλότερα, πεύκα, οξιές και έλατα. Η πανίδα περιλαμβάνει αρκούδες, λύκους και ζαρκάδια. Το φαράγγι του Βίκου που είναι εξίσου ενδιαφέρον και εντυπωσιακό έχει μήκος είκοσι πέντε χιλιόμετρα και το διασχίζει ο ποταμός Βοϊδομάτης. Το ύψος των πλαγιών φτάνει το ένα χιλιόμετρο. Η χλωρίδα είναι κάτι παραπάνω από πλούσια και η φήμη της έρχεται από την αρχαιότητα εξαιτίας της μεγάλης ποικιλίας των φαρμακευτικών φυτών που φύονται εκεί. Βαλεριάνα, λάβδανο, μελισσόχορτο είναι μερικά από τα γνωστότερα.
Νοτιοανατολικά του νομού κάτω από το χωριό Καλαρίτες βρίσκεται η ομώνυμη κοιλάδα κι ο παραπόταμος του Αραχθου. Φυσικό τοπίο, όμορφο και χώρος φιλοξενίας πολλών φυτικών και ζωικών ειδών. Ο Αραχθος ποταμός διασχίζει την κοιλάδα, που είναι βιότοπος αγριοπανίδας και ορνιθοπανίδας. Η χαράδρα του Αραχθου είναι τόπος για ερασιτέχνες ψαράδες και χώρος σπορ. Στους βιότοπους των Ιωαννίνων φυσικά περιλαμβάνεται η λίμνη Παμβώτιδα, για την οποία είχαμε γράψει αναλυτικά σε παλιότερο σημείωμά μας. Ο εθνικός δρυμός Πίνδου, γνωστός με την ονομασία Βάλια Κάλντα, στο μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στα Γρεβενά και μόνο το ένα τέταρτο στα Ιωάννινα. Από το 1966 με το διάταγμα 487 έχει ενταχτεί στις προστατευόμενες ζώνες και καλύπτει μια έκταση 70.000 στρεμμάτων. Μεγάλες δασικές εκτάσεις πεύκων και οξιάς καλύπτουν αρκετά τμήματα του δρυμού σε υψόμετρα που προσεγγίζουν τα δύο χιλιόμετρα. Η πανίδα του νομού είναι η πλουσιότερη της χώρας μας και μια από τις σημαντικότερες των Βαλκανίων. Αρκούδες, από τις τελευταίες που απόμειναν, λύκοι, βίδρες, ζαρκάδια, αγριόγιδες και αγριόγατοι είναι μερικά από τα θηλαστικά που ζουν αιώνες τώρα. Ακόμα φωλιάζουν χρυσαετοί, βασιλαετοί και φιδαετοί. Πολλά ερπετά και αμφίβια συμπληρώνουν το ζωικό βασίλειο του δρυμού όπως λ.χ. σαϊτες, φρύνοι, σαλαμάνδρες κ.ά. Η χλωρίδα είναι εξ ίσου πλούσια και οι δυτικές πλαγιές είναι απάτητες και υπάρχει φυσική προστασία. Ονομαστά είναι τα γαρίφαλα του νομού.
Στις πεδιάδες έχουμε γεωργικές καλλιέργειες σε μια έκταση 295.000 στρεμμάτων, κυρίως στην Κόνιτσα και το Καλπάκι. Στον αραβόσιτο, τα αμπέλια και τα κτηνοτροφικά φυτά είναι προσανατολισμένες οι βασικές δραστηριότητες. Ο ορυκτός πλούτος είναι φτωχός (λατομικά υλικά και μάρμαρα) αν και γίνονται έρευνες από το ΙΓΜΕ για χρώμιο, αμίαντο και πετρέλαιο. Υπάρχουν ενδείξεις για εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Η βασική απασχόληση των κατοίκων από την αρχαιότητα μέχρι της μέρες μας είναι η κτηνοτροφία. Η μορφολογία του εδάφους και οι κλιματολογικές συνθήκες συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Το ένα τρίτο της έκτασης του νομού είναι βοσκότοποι. Να σημειώσουμε ότι οι κοινοτικοί βοσκότοποι έχουν τριπλάσια έκταση από τους ιδιωτικούς. Στην τελευταία απογραφή καταγράφηκαν 440.000 πρόβατα και 130.000 αίγες. Από τα πρώτα έχουμε 40.000 τόνους γάλα και 5.000 τόνους κρέας, ενώ από τις δεύτερες 13.000 και 1.300 αντίστοιχα. Η βοοτροφία βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχασε το ένα τέταρτο του δυναμικού της. Σήμερα υπάρχουν 7.500 βοοειδή που αποδίδουν 6.800 τόνους γάλα και 1.300 τόνους κρέας. Πτηνοτροφία και χοιροτροφία βρίσκονται σε άνθηση με εντυπωσιακούς αριθμούς. Πάνω από 2.300.000 κοτόπουλα και 66.500 χοίροι αποφέρουν μεγάλα έσοδα στην περιοχή. Στο νομό υπάρχουν 50 ιχθυοτροφία πέστροφας με 1.000 τόνους ετήσια παραγωγή. Σημαντικός είναι κι ο τομέας της μελισσοκομίας με 120 τόνους ετήσια παραγωγή. Η πλούσια δασοκάλυψη (135.0000 στρέμματα) δίνει τη δυνατότητα να υλοτομούνται 100.000 κυβικά μέτρα ξυλείας. Αν υπάρξει συστηματική αναδάσωση, οι αποδώσεις στον τομέα αυτό θα αυξηθούν θεαματικά, σύμφωνα με ειδικές μελέτες που έχουν γίνει.
Η φύση του νομού είναι τέτοια, έτσι ώστε η υποβάθμιση που έχει υποστεί να μη μοιάζει με άλλες περιοχές της χώρας. Παρ' όλα αυτά η πόλη των Ιωαννίνων με την έντονη αστικοποίηση και τις υπάρχουσες βιομηχανικές δραστηριότητες δημιουργεί υγρά και στερεά λύματα που καταλήγουν στη λίμνη Παμβώτιδα που έχει υποστεί τεράστιες ζημιές. Και στο νομό αυτό τα λατομεία έχουν προξενήσει ανεπανόρθωτα αισθητικά προβλήματα στο τοπίο, χωρίς να γίνει καμιά αποκατάσταση όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Το παράνομο κυνήγι γνωρίζει έξαρση τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της πλούσιας αγριοπανίδας. Τα αρδευτικά έργα που γίνονται χρειάζεται να ενταχτούν σ' ένα γενικότερο προγραμματισμό των υδάτινων πόρων, γιατί πέρα από τις επιπτώσεις στην υδρόβια χλωροπανίδα, ίσως μελλοντικά δημιουργήσουν πρόβλημα στους υδροφόρους ορίζοντες. Τέλος, έχει εμφανιστεί το φαινόμενο της διάβρωσης των εδαφών και των εκτεταμένων κατολισθήσεων, που δεν έχει απασχολήσει με την πρέπουσα σημασία τους αρμόδιους.