Του Αποστόλη ΤΑΣΟΥΛΑ*
Αξίζει να σχολιαστούν μερικές πλευρές του νομοσχεδίου από την άποψη των άμεσων στόχων της κυβέρνησης, αλλά και των γενικότερων επιπτώσεων στους εργαζόμενους υγειονομικούς και σε όλους τους εργαζόμενους της χώρας.
Το πρώτο ζήτημα που θα εξετάσουμε είναι:
Τι υγειονομικό σύστημα έχουμε μέχρι σήμερα, ποια είναι τα προβλήματα των εργαζομένων υγειονομικών και ποια είναι η ποιότητα, η ποσότητα, η πληρότητα της παρεχόμενης φροντίδας υγείας στους πολίτες.
Το 1983 ψηφίστηκε ο νόμος 1397 για το "Εθνικό σύστημα Υγείας - ΕΣΥ". Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες κυρίως των γιατρών, αλλά και όλων των υγειονομικών κατά τη δεκαετία 1970 - 1980. Ηταν ένας νόμος που παρά τις όποιες ανεπάρκειες ή και πιθανές αντιφατικές του κατευθύνσεις ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί και να συμβάλλει στην ανύψωση της παρεχόμενης υπηρεσίας υγείας στους εργαζόμενους και στα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που δε διαθέτουν υψηλά εισοδήματα.
Ομως η εφαρμογή ενός νόμου είναι ζήτημα της πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα. Και επειδή αυτή η πολιτική είναι μια αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας δεν μπορούσε παρά να έχει τις επιπτώσεις της και στην υγεία. Αλλωστε ο νόμος 1397 "περί ΕΣΥ" άρχισε να εφαρμόζεται το 1986.
Ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο 1397 ολοκληρωμένα. Π. χ., δεν ιδρύθηκαν και δε λειτούργησαν τα αστικά κέντρα υγείας, δε σχεδιάστηκε η υγειονομική πολιτική στη χώρα, δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις για τις εργασιακές σχέσεις, την εκπαίδευση, την εξέλιξη και τις αμοιβές των υγειονομικών.
Το αποτέλεσμα ήταν να μην παρέχεται ούτε ολοκληρωμένη, ούτε καθολική, ούτε υψηλού επιπέδου, ούτε ίση, ούτε δωρεάν φροντίδα υγείας στον ελληνικό λαό.
Φτάσαμε να εφαρμόζεται στη χώρα μια πολιτική υγείας με πολλά προβλήματα, και όχι ενιαία για όλους. Ειδικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας επικρατεί πολυδιάσπαση σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί κανένας να μιλάει για σύστημα υγείας. Η Δημόσια Υγεία παρέχεται στην ύπαιθρο από τα Κέντρα Υγείας και τα αγροτικά ιατρεία. Στα αστικά κέντρα από τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, γεγονός απαράδεκτο για τις σύγχρονες αντιλήψεις περί υγειονομικών υπηρεσιών. Στις πόλεις παρέχουν Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας τα ιατρεία του ΙΚΑ, καθώς και οι ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί με ατομική σύμβαση (ΤΕΒΕ, Δημόσιο, κλπ.).
Από την άποψη δαπανών τα 2/3 αποτελούν δημόσιες δαπάνες. Οι μισές από αυτές δίνονται από το γενικό προϋπολογισμό του κράτους και οι άλλες μισές από τα ταμεία των ασφαλισμένων, ενώ το 1/3 από τους ίδιους τους ασθενείς είτε με νόμιμο τρόπο (συμμετοχή στα φάρμακα, ιδιωτική ιατρική κυρίως διαγνωστική) είτε με παράνομο (π. χ. φακελάκια).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τα προβλήματα των υγειονομικών είναι σοβαρά και μεγάλα (χαμηλές αμοιβές, κακές συνθήκες δουλιάς, έλλειψη προσωπικού χωρίς εξέλιξη, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς δημοκρατικές ελευθερίες στους χώρους δουλιάς). Και φυσικά οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας παραμένουν πολύ μακριά από τις ανάγκες του ελληνικού λαού.
Αυτό είναι το δημόσιο σύστημα υγείας, το λεγόμενο ΕΣΥ, το οποίο υποτίθεται ότι θα διορθώσει η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο. Ανεπαρκές, με χαμηλές υπηρεσίες, με λίγο παραγκωνισμένο και καταπιεσμένο προσωπικό, με χαμηλές δημόσιες και υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, αλλά και αυτές να σπαταλώνται για τα συμφέροντα των πολυεθνικών της υγείας και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ενα δημόσιο σύστημα που ποτέ δεν αναπτύχθηκε και παραπαίει παράλυτο.
Κερδίζει και οικονομικά αλλά και γενικότερα η κυβέρνηση, από τη διάσπαση των εργασιακών σχέσεων των γιατρών και την κατάργηση της μονιμότητας.
Κερδίζει και επιβαρύνει τα ταμεία από τη μεταφορά ασθενών για αποκατάσταση σε ιδιωτικές κλινικές και επιπλέον εξυπηρετεί και τους ιδιώτες επιχειρηματίες.
Κερδίζει από τον περιορισμό του νοσηλευτικού προσωπικού και την "εκχώρηση λειτουργιών" που πρέπει να ασκεί το δημόσιο νοσοκομείο στην αποκλειστική νοσοκόμα την οποία πληρώνει ο ασθενής και στην καλύτερη περίπτωση το Ταμείο.
Κερδίζει η κυβέρνηση από την ανυπαρξία πραγματικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και το συνωστισμό που θα προκαλέσει στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων.
Κερδίζει και συγχρόνως δημαγωγεί η κυβέρνηση όταν μιλάει για το δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και για τον οικογενειακό γιατρό. Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Πρόκειται για "οικογενειακό γιατρό" τύπου ΤΕΒΕ που καλούνται να πληρώσουν τα Ταμεία, ο οποίος δεν είναι ενταγμένος σε κανένα δημόσιο σύστημα υγείας. Αν πραγματικά ήθελε να εφαρμόσει το θεσμό του οικογενειακού γιατρού, θα χρειαζόταν ένα Σώμα 5.000 τουλάχιστον γενικών γιατρών - παθολόγων και παιδιάτρων και άλλους 7.000 - 8.000 γιατρούς άλλων ειδικοτήτων στα κέντρα υγείας αστικού τύπου. Θα έπρεπε επομένως να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες τουλάχιστον κατά 200 δισ. το χρόνο.
Θέλει να κερδίσει η κυβέρνηση όταν σκέπτεται και θεσμοθετεί το κλείσιμο ολόκληρων τμημάτων των νοσοκομείων.
Και φυσικά η κυβέρνηση δεν κάνει καθόλου λόγο για το μισθολόγιο των υγειονομικών, τους οποίους σήμερα πληρώνει κυριολεκτικά με ψίχουλα.
Και φυσικά, ξέρει τι ζητάει και τι κάνει η κυβέρνηση όταν δεν επιτρέπει στο σύνολο των γιατρών να εξελιχτούν στην ανώτατη βαθμίδα του διευθυντή ή όταν δεν επιτρέπει στο σύνολο των Επιμελητών Β να εξελιχθούν σε Επιμελητές Α. Και κερδίζει χρήματα και επιδιώκει να δημιουργήσει γιατρούς ομήρους και οσφυοκάμπτες.
Η κυβέρνηση τη δουλιά της κάνει.
Το ερώτημα είναι άλλο:
Βεβαίως, θα κριθούν τα συνδικαλιστικά όργανα για τη στάση τους. Οπως όμως και να έχει το πράγμα, θα κριθούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Θα υποταχθούν στις ορέξεις της κυβέρνησης; Η δική τους επιλογή είναι η συσπείρωση και ο αγώνας για να αποτρέψουν την αντιλαϊκή πολιτική της, να την αναγκάσουν να αποσύρει αυτό το νομοσχέδιο.
*Ο Αποστόλης Τασούλας είναι γιατρός - βουλευτής Ιωαννίνων.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να εναρμονίσει τη γενική της πολιτική και στο χώρο της υγείας. Θέλει να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες του προϋπολογισμού για την υγεία. Ακριβέστερα, θέλει να μειώσει εκείνο το κονδύλι των δαπανών που διατίθεται από τον προϋπολογισμό του κράτους και να το φορτώσει είτε στα ασφαλιστικά ταμεία είτε απ' ευθείας στις τσέπες των εργαζομένων