Τετάρτη 28 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μέγαρο, Λυρική και "Στοά"

Ποιες προοπτικές ξανοίγονται για το Μέγαρο Μουσικής και στον τομέα της όπερας και ποια "τύχη" επιφυλάσσεται για την Εθνική Λυρική Σκηνή; Ποια η θέση του ΜΜ και ποια της ΕΛΣ; Τι, μελλοντικά, συνεπάγεται ο δομημένος σε σπουδές, καθοδηγημένος μόνο από σπουδαγμένους, έμπειρους, ειδικευμένους καλλιτέχνες - δασκάλους επαγγελματισμός στο λυρικό θέατρο και τι ο ασπούδαχτος ή ψευτοσπουδαγμένος ερασιτεχνισμός, που κατευθύνεται, λίγο - πολύ, από μισοσπουδαγμένους, ή με ελάχιστη εμπειρία, ή με λειψή αν όχι με στρεβλή γνώση "δασκάλους"; Ποια η θέση του ΜΜ και της ΕΛΣ στα λυρικά μας πράγματα; Ποια η μεταξύ τους σχέση; Τα ερωτήματα αυτά μας προκάλεσαν δύο παραστάσεις λυρικού θεάτρου - η κωμική όπερα του Μότσαρτ "Ετσι κάνουν όλες",από το"Λυρικό Εργαστήρι" του Μεγάρου Μουσικής και η "Οπερα του ζητιάνου" του Γκέυ από το "Στούντιο Οπερας" της ΕΛΣ, σε συνεργασία με το "Κέντρο Μουσικού Θεάτρου Βόλου". Απαντήσεις στα ερωτήματα, απαντήσεις που ευνοούν το ΜΜ, δίνουν οι ίδιες οι παραστάσεις.

"Ετσι κάνουν όλες"

Η παραγωγή του "Λυρικού Εργαστηρίου" με τη συνθετικά υπέροχη, μυθοπλαστικά πανέξυπνη, θεματικά τολμηρή για το "καθώς πρέπει" αριστοκρατικό και μεγαλοαστικό κοινό της εποχής της, μορφολογικά ιδιοφυή κωμική όπερα του Μότσαρτ "Ετσι κάνουν όλες", σε λιμπρέτο του Λορέντζο ντα Πόντε και είχε και αξιοποίησε όλες και τις καλύτερες δυνατότητες για μια υψηλού επιπέδου παράσταση λυρικού θεάτρου. Και μάλιστα είχε την πολυτέλεια για διπλή διανομή των ρόλων, μία για ερμηνεία του λιμπρέτου στα ελληνικά, σε μετάφρασηΑντιγόνης Φιλιπποπούλου και άλλη για την ερμηνεία του στα ιταλικά. Η μουσική και φωνητική διδασκαλία του έργου έγινε από επίλεκτους καλλιτέχνες - προετοιμαστές των μελών της ορχήστρας και των τραγουδιστών, με επικεφαλής τον μαέστρο Νίκο Τσούχλο και την Ζανέτ Πηλού. Οι νέοι λυρικοί καλλιτέχνες, τραγουδιστές, που επιλέχθηκαν με οντισιόν και για τις δύο διανομές, έχουν πίσω τους μακρόχρονες, σοβαρές σπουδές και διακρίσεις. Οι έντεκα από αυτούς είναι Ελληνες, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο τόπος βγάζει λυρικούς καλλιτέχνες, που με κατάλληλες συνθήκες μπορούν να γίνουν αξιοζήλευτοι από τους ξένους ομοτέχνους τους.

Με αυτή την "υποδομή" ήταν αναμενόμενο το εξαιρετικό μουσικο - τραγουδιστικό, αλλά και το παραστασιακό αποτέλεσμα. Ενα αποτέλεσμα αισθητικής ευφορίας και απόλαυσης, καθώς η σκηνοθεσία ανατέθηκε στον ταλαντούχο Θωμά Μοσχόπουλο.Ενα νέο σκηνοθέτη, με σύγχρονες αισθητικές απόψεις, αισθητικό κριτήριο, καλό γούστο, σκηνική ευρηματικότητα, ευαισθησία και φαντασία, αίσθηση του χιούμορ και ικανό να αναπτύξει στους τραγουδιστές και υποκριτικές ιδιότητες. Η εικαστική όψη της παράστασης ανατέθηκε στηνΝτόρα Λελούδα,η οποία σχεδίασε το καλαίσθητο και λειτουργικά λιτό σκηνικό, διαπρέποντας με τα όμορφα, θεατρικότατα, με αίσθηση του χιούμορ, κοστούμια της. Η χορογραφία (που συνιστούσε αισθητικό σχόλιο) στον έμπειρο όσον αφορά στη θεατρική χορογραφία Βασίλη Μυριανθόπουλο και οι "φωτεινοί" φωτισμοί στον Αντώνη Παναγιωτόπουλου.

Ο χώρος δεν επιτρέπει αναφορά στα αισθητικά στοιχεία αυτής της όπερας (κράμα της "όπερας μπούφα" και "όπερας σέρα"). Επιβάλλεται, όμως, η υπογράμμιση του πολύ καλού ερμηνευτικού επιπέδου και στις δύο διανομές, αλλά και η αναφορά στις ιδιαίτερες υποκριτικές επιδόσεις, καθώς για να είναι"πλήρης" ο λυρικός τραγουδιστής πρέπει να είναι και ηθοποιός. Και ηθοποιός της εποχής του, όχι παλιομοδίτικος. Στο ελληνικό λιμπρέτο διακρίθηκαν υποκριτικά η Μαίρη - Ελεν Νέζη - θεατρίνα πρώτης γραμμής, με σκηνική ευφυία, εκφραστικότητα προσώπου, χειρονομίας, κίνησης, ο Χριστόφορος Σταμπόγλης με τη θεατρικότητα του χιούμορ του, ενώ σοβαρή υποκριτική, μεταμορφωτική προσπάθεια έκανε η Τίνα Μαλακατέ.Η διανομή στο ιταλικό λιμπρέτο, ως σύνολο συγκρινόμενο με το ελληνικό, ήταν καλύτερη. Σ' αυτήν, όχι μόνο φωνητικά, αλλά και υποκριτικά διακρίθηκαν, ιδιαίτερα, η Μάτα Κατσούλη,ηΜαρίνα Βουλογιάννη και ο Ράινερ Ζάουν,με την υποκριτική του άνεση.

"Η όπερα του ζητιάνου"

Οι αρμόδιοι του "Στούντιο Οπερας" της ΕΛΣ, ανεβάζοντας μια διασκευή της περίφημης "Οπερα του ζητιάνου" του Τζον Γκέυ και με ολίγη δόση από την μπρεχτική "Οπερα της πεντάρας", με ερμηνευτές μέλη της "Μελοδραματικής Σχολής και Σχολής Μπαλέτου" της ΕΛΣ, μάλλον βοηθούν στο γενικότερο (εκ των έσω και εκ των έξω), "ροκάνισμα" του μόνου κρατικού λυρικού θεάτρου, αφήνοντας το πεδίο εντελώς ελεύθερο για το ΜΜ, το οποίο χρησιμοποιεί άξιους λυρικούς καλλιτέχνες, που ενώ θα μπορούσαν να στελεχώσουν μόνιμα την ΕΛΣ, είναι εκτός αυτής ή σπάνια χρησιμοποιούμενοι απ' αυτήν. Η ΕΛΣ όφειλε να έχει μελοδραματική σχολή, με πολυετείς σπουδές, με εμπειρότατους δασκάλους, ειδικά εκπαιδευμένους, για να διδάσκουν υποψήφιους καλλιτέχνες. Αντ' αυτού στήθηκε ένα "στούντιο" (για την οικογενειοκρατία σ' αυτό βοά ο περίγυρος), όπου οι αμειβόμενες διασκευές σε βάρος σπουδαίων έργων παίρνουν και δίνουν. Οπου το λυρικό είδος κακοπαθαίνει (με άμουσους ηθοποιούς πρόζας, με ανθρώπους που αγαπούν την όπερα χωρίς, όμως, τις απαραίτητες σπουδές, με ανθρώπους που αγαπούν το χορό... αλλά, κ.ο.κ). Οπου ορισμένοι "δάσκαλοι" ελέγχονται ως προς την ειδική γνώση, εμπειρία και ικανότητά τους. Οπου δεν έχουν θέση οι σπουδαγμένοι νέοι καλλιτέχνες, με το "επιχείρημα" ότι το"στούντιο" και οι "παραγωγές" του εκπαιδεύουν μελλοντικούς λυρικούς καλλιτέχνες.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορούσε παρά να κακοπάθει - φωνητικά, υποκριτικά, σκηνοθετικά - η διασκευασμένη ως "μιούζικαλ" όπερα του Γκέυ, από τον - άξιο υπό άλλες συνθήκες - σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαϊδη.Το σκηνικό αποτέλεσμα δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Η κακοτεχνία, η λαϊκίζουσα κακογουστιά, ο κακώς εννοούμενος ερασιτεχνισμός δε συνιστούν τέχνη. Η ψευτομπρεχτική σκηνοθετική άποψη, δε νίκησε την έλλειψη ουσιαστικής μουσικής και υποκριτικής παιδείας. Νικήθηκε από την άγνοια, την απειρία, την αντιαισθητική υπερβολή(παιξίματος, κίνησης, χειρονομίας, μορφασμών, υστερικών φωνητικών τόνων στους προζάτους διαλόγους ή στο τραγούδι) των "τραγουδιστών - ηθοποιών", ιδιαίτερα στους βασικούς ρόλους. Και βέβαια, το χάχανο κάποιων ανίδεων θεατών με την κακόγουστη, δήθεν "σάτιρα", δεν επιτρέπεται να εκληφθεί από τους υπευθύνους του λεγόμενου "στούντιο" ως απόδειξη "επιτυχίας" του "έργου" που συντελούν. Τέτοιο "έργο" απλώς θα μετατρέψει τη Λυρική σε "παράρτημα" του Μεγάρου για "ερασιτέχνες".

"Η φυλακή του Ολλυ" στη "Στοά"

Εξαιρετικά δημιουργικός ήταν ο χειμώνας στο θέατρο "Στοά".Ο απολογισμός της: Σημαντικά έργα, σημαντικές παραστάσεις, σημαντικές ερμηνείες. Και όλα "φιλτραρισμένα" μέσα από σαφείς στόχους. Μέσα από μια ιδεολογοαισθητική ενότητα των έργων που επιλέχθηκαν, έργων με κοινωνικά προοδευτικό περιεχόμενο και ποιητικά ρεαλιστική γραφή. Τέλος, μέσα από ατομικό και συλλογικό μόχθο για το καλύτερο παραστασιακό αποτέλεσμα. Μετά το"Αννα, είπα! " του Παναγιώτη Μέντη,και την "Ιωάννα" της Βίλλυς Σωτηροπούλου,η "Στοά" ανέβασε το συνταρακτικό έργο του Εντουαρντ Μποντ "Η φυλακή του Ολλυ".

Ο Μποντ, παραμένει ο τολμηρότερος προοδευτικός συγγραφέας της σημερινής αγγλικής δραματουργίας. Δεν "καταγράφει" απλώς με ωμό ρεαλισμό το ζόφο που βιώνουν καθημερινά οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Επιπλέον, αποκαλύπτει έμμεσα, χωρίς συνθηματολογίες, τα αίτιά του. Το τολμηρότερο: Μιλά για την ανάγκη συνειδητοποίησής τους, ως μόνης διεξόδου τους από τη "φυλακή" της κοινωνικής τύφλωσης και παθητικότητας. Από μια"φυλακή", που αξιοποιεί, αφανώς, η άρχουσα τάξη για να διαιωνίζει την εξουσία της, θυτοποιώντας τα θύματά της. Πλάθοντας θύτες - όργανά της, από τα σπλάχνα του λαού και σε βάρος του. Θύματά της είναι όλα τα πρόσωπα του έργου. Ο Μάικ, χήρος εργάτης πατέρας, ο "πνιγμένος" με το δάνειο για ένα σπίτι - "κλουβί" στα εργατικά "γκέτο", που πνίγει την αγαπημένη μοναχοκόρη του, τρελαμένος από τη "θανάσιμη" σιωπή της, καθώς αυτή βυθίζεται στη "φυλακή" της κοινωνίας και της κτηνωδίας του μπάτσου εραστή της. Η φτωχή Ελλεν και ο γιος της, Σμάιλερ, που μεθυσμένος τυφλώνει το ένα μάτι του φίλου Ολλυ, φυλακίζεται και την παραμονή της αποφυλάκισής του αυτοκτονεί "αποδρώντας" από τη "φυλακή" που τον περιμένει έξω. Θύματα της κοινωνίας είναι και οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες. Θύμα της και η Βέρα που ονειρεύεται να παντρευτεί τον αποφυλακισμένο Μάικ και να ζήσουν στο σπιτικό της, "φυλακή" κι αυτό για τον τυραννισμένο Μάικ. Θύμα της και ο μονόφθαλμος, άνεργος Ολλυ, που "δραπετεύει" με το αλκοόλ, έως ότου του τυφλώσει και το άλλο μάτι ο μπάτσος Φρανκ, θύτης - θύμα της κοινωνίας κι αυτός.

Αμείλικτα ρεαλιστικό, βαθύτατα ανθρωπιστικό, κατά βάθος ποιητικό το έργο, με την αψεγάδιαστη σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου,υπηρετείται με μια παράσταση υψηλού αισθητικού επιπέδου. Ο Θ. Παπαγεωργίου, προβάλλοντας έμμεσα το προοδευτικό μήνυμα του έργου, χωρίς να αλλοιώσει το ρεαλισμό του, το αντιμετώπισε σαν σύγχρονη τραγωδία, που δι' ελέου και φόβου υποδεικνύει τη μόνη αληθινή κάθαρση, την κοινωνική συνειδητοποίηση και διέξοδο. Αξιοι συντελεστές της εξαίρετης παράστασης, που αξίζει την ανταπόκριση του κοινού, η αρμόζουσα στη γραφή του Μποντ μετάφραση (Ελπίδα Μπραουαδάκη), τα αφαιρετικά και λειτουργικά σκηνικά και κοστούμια (Αφροδίτη Κουτσουδάκη) και οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Κυρίαρχη, η λιτή, εσωτερικών δραματικών τόνων, ερμηνεία του Θ. Παπαγεωργίου.Ο Παύλος Ορκόπουλος - αφελής και τσακισμένος Ολλυ - καταθέτει την καλύτερη, ίσως μέχρι τώρα, ερμηνεία του. ΗΛήδα Πρωτοψάλτη πλάθει απέριττα μια τραγική μάνα και ο Παναγιώτης Μέντης με ευαισθησία έναν έγκλειστο φτωχοδιάβολο. Ο Φαίδων Καστρής μορφοποιεί τον Φρανκ, ως καθρέφτισμα - "όργανο" της διεστραμμένης και βίαιης κοινωνίας. Θετική η ερμηνευτική παρουσία και των Ανατολής Αθανασίου, Μαρίας Τσίμα, Αντώνη Ταμβακά, Μιχάλη Θεοδώρου, Σπύρου Κωστόπουλου, Βασίλη Ψυχογιού.

ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ