Σε αύξηση των λιανικών πωλήσεων καυσίμων (μέσω πρατηρίων βενζίνης) αναμένεται να οδηγήσει η αύξηση του αριθμού των μηχανοκίνητων οχημάτων που κυκλοφορούν. Παράλληλα, εξαιτίας της λειτουργίας των δικτύων φυσικού αερίου, από το 1998 και μέχρι το 2000, προβλέπεται μείωση της ζήτησης για μαζούτ και πετρέλαιο θέρμανσης, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων των βιομηχανικών πωλήσεων και του πετρελαίου θέρμανσης του κλάδου.
Αυτά είναι τα κυριότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, με θέμα τον κλάδο της εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας Π. Μπίκος υποστηρίζει ότι ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε με την απελευθέρωση της αγοράς καυσίμων (1992 - 1993), είχε σαν συνέπεια την επιβάρυνση της οικονομικής ανάκαμψης ορισμένων εταιριών του κλάδου, η οποία επηρεάζεται δυσμενώς και από τον εμφανισθέντα αθέμιτο ανταγωνισμό. Ο τελευταίος εμφανίζεται είτε από εταιρίες που έχουν απαλλαγεί από το νόμο από ορισμένες υποχρεώσεις ή από κρατικές εταιρίες οι οποίες επιχορηγούνται αφανώς. Επίσης, η πάταξη της λαθρεμπορίας, πειρατείας και νοθείας καυσίμων δεν έχει ακόμα καταστεί δυνατή, γιατί δεν έχει επιτευχθεί η αναδιοργάνωση και εξυγίανση του αρμόδιου κρατικού μηχανισμού.
Τις εξελίξεις στην αγορά πετρελαιοειδών επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό σειρά γεγονότων τα τελευταία χρόνια, όπως είναι η συγχώνευση των εταιριών BP και MOBIL, η ολοκλήρωση του προγράμματος Auto - Oil, η συμμετοχή της ARAMCO στη MOTOR OIL, η διείσδυση της κρατικής ΕΛΔΑ Εμπορίας στην αγορά κτλ. Στην έρευνα περιέχονται αναλυτικά στοιχεία για τα οικονομικά μεγέθη κάθε εταιρίας και του κλάδου στο σύνολό του.