Οπως είναι σήμερα, ένα τμήμα της οδού Πολυκάρπου |
«Κατά τη βυζαντινή περίοδο και την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας παρατηρείται μία συνέχεια όσον αφορά στις παραδόσεις γύρω από την ελιά αφού και η χριστιανική θρησκεία ενστερνίστηκε τις παραδόσεις αυτές. Εκτός όμως από τη συνέχεια που αφορά στα ήθη των κοινωνιών, εξίσου σημαντική είναι και η περιβαλλοντική συνέχεια της περιοχής.
Ο ελαιώνας συνεχίζει να υφίσταται στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ως αποτέλεσμα του σεβασμού που έδειχναν οι κατακτητές απέναντί του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγή του λαδιού είχε μεγάλη σπουδαιότητα για τη ζωή των Αθηναίων. Συγκεκριμένα τους εξασφάλιζε την επιβίωσή τους, προνόμια και έσοδα. Ο καρπός της ελιάς και το λάδι ήταν βασικό στοιχείο της διατροφής τους, αντικείμενο προσφοράς στο χαρέμι του Σουλτάνου αλλά και το βασικότερο εξαγώγιμο προϊόν της πόλης.
Ενα ξεχασμένο κάρο σε μια γωνιά του πάρκου στο Ρέντη |
«Ενας παλιός τουριστικός οδηγός της Αθήνας, από τις εκδόσεις "Κ. Ελευθερουδάκη", του 1906 περίπου, επιβεβαιώνει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα ο Ελαιώνας διατηρούσε κάτι από την παλιά ομορφιά και τον συνιστούσαν για βόλτες, παρ' όλο που πρόκειται για την περιοχή της πρωτεύουσας με τη μακροβιότερη βιομηχανική ιστορία από τα ελαιοτριβεία και τα κεραμοποιεία (κοντά στην Ιερά Οδό) του 18ου και 19ου αιώνα και τα προπολεμικά σαπωνοποιεία και χαρτοποιεία. Ο Ελαιώνας, δηλαδή, λειτούργησε ως χώρος στον οποίο συγκεντρώθηκαν οι βιομηχανικές δραστηριότητες της πρωτεύουσας, χάρη στην πλεονεκτική γεωγραφική του θέση και τους φυσικούς του πόρους: βρίσκεται ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά, πύλη του εξωτερικού εμπορίου, και την Αθήνα, το μεγαλύτερο καταναλωτικό κέντρο της χώρας, ενώ, τα άφθονα υπόγεια νερά και το κατάλληλο για αργιλοληψίες έδαφός του, χρησίμευαν στις νεοεμφανιζόμενες τότε βιομηχανίες. Αλλά μέχρι τότε υπήρχε κάποια ισορροπία.
Το ρέμα Προφήτη Δανιήλ και το βυρσοδεψείο Νικολόπουλου |
Η καταστροφή του Ελαιώνα αρχίζει λίγο μετά, με πρώτο στάδιο την καταστροφή των ελαιοδένδρων. Το ξύλο από τις άλλοτε ιερές ελιές δίδεται για καυσόξυλα και γύρω από το ποτάμι αρχίζουν να αναπτύσσονται άλλες καλλιέργειες».
«Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 έφερε στην Ελλάδα 1.500.000 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 300.000 φθάνουν στην Αθήνα.
Η κυβέρνηση των Αθηνών αποφασίζει να στεγαστούν σε ακατοίκητες περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα. Ανάμεσα σ' αυτές ο Ταύρος, ο Αγιος Ιωάννης Ρέντης, η περιοχή του Πυριτιδοποιείου (οι μετέπειτα Νέες Κυδωνίες, το σημερινό Αιγάλεω) και το Περιστέρι. Οι πρώτες παράγκες στήνονται λίγο μακρύτερα από τη γέφυρα της Κολοκυνθούς και περίπου 700 μέτρα μακρύτερα από το χωριό Περιστέρι. Το τοπίο πια αρχίζει να αλλοιώνεται στην περιοχή. Τη θέση των δένδρων, που ήδη την είχαν πάρει τ' αμπέλια και τα περιβόλια, την παίρνουν τώρα οι ξύλινες παράγκες και τα πλινθόκτιστα σπιτάκια.
Λαχανόκηποι στον Ταύρο και οι άνθρωποι που εργάζονταν εκεί |
Στη συνέχεια, η αύξηση του πληθυσμού αυτών των νέων κοινοτήτων με τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού εσωτερικών μεταναστών απ' όλη τη χώρα, συνεπεία του εμφυλίου πολέμου, οδήγησε στον μετασχηματισμό της αγροτικής γης σε αστική και βιομηχανική. Το βαθύ χάσμα που άνοιξε ανάμεσα στους νικητές και στους ηττημένους του εμφυλίου, είχε ως αποτέλεσμα, οι τελευταίοι να καταφύγουν μαζικά ιδιαίτερα στην Αθήνα, ζητώντας καταφύγιο στην ανωνυμία του πλήθους, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο κύριος λόγος της αύξησης του πληθυσμού της πρωτεύουσας αμέσως μετά τον πόλεμο. Η επέκταση της κατοικημένης ζώνης υπήρξε πιο έντονη στη δυτική παρά στην ανατολική πλευρά της πρωτεύουσας, κυρίως για κοινωνικούς λόγους. Εκεί ήταν στοιβαγμένες οι περισσότερες βιομηχανίες της εποχής, που σ' αυτές βρήκαν δουλιά όλοι αυτοί οι, λόγω εμφυλίου, εσωτερικοί μετανάστες. Αλλωστε, είναι γενικό φαινόμενο ο τόπος κατοικίας των χαμηλότερων οικονομικά, αλλά πολυπληθέστατων, λαϊκών στρωμάτων να είναι δίπλα ή μέσα στις βιομηχανικές περιοχές... Και, φυσικά, οι εύπορες αλλά ολιγάριθμες ομάδες αποσύρθηκαν στα ανατολικά της, πλέον, μεγαλούπολης.
Η ταβέρνα του Λελούδα, που λειτουργεί από το 1928 στον Ταύρο |
Στη δεκαετία του '70 ανάμεσα στο οικοδομημένο κέντρο της Αθήνας και στο αντίστοιχο του Πειραιά παρεμβάλλονταν (ακόμα) χέρσες εκτάσεις, χωράφια και ελαιώνες.
Τη χαριστική βολή την έδωσε η Υπουργική Απόφαση του 1975, η οποία απαγόρευε την εκτροφή ζώων και πουλερικών σε όλο το Λεκανοπέδιο. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε προφανώς στο πλαίσιο της πολιτικής πριμοδότησης της οικιστικής ανάπτυξης και κερδοσκοπίας. Ετσι, η περιοχή μετατράπηκε σε χώρο βιομηχανικών εγκαταστάσεων και βιομηχανικών χωματερών, αποθηκών, πρακτορείων μεταφορών και άλλων που εισέβαλαν στους χώρους των περιβολιών και των βουστασίων, τα οποία πωλούνταν σε εξευτελιστικές τιμές μετά από τον αναγκαστικό διωγμό τους.
Από την πορεία προς τα πίσω μένει μόνο ένας συλλογισμός: Θα μπορούσε άραγε αυτός ο τόπος να αναγεννηθεί, να αποκαλυφθεί το αληθινό του πρόσωπο και να γίνει ξανά το "κάλλιστον προάστιον";».
Το εργοστάσιο ξυλείας «Γεωργιάδη-Σέκερη» όπως είναι σήμερα |