Γι' αυτήν την πολυμεταφρασμένη, φιλοσοφο-πολιτικο-κοινωνική αλληγορία για την εποχή του συγγραφέα, έργο που στην εποχή του επαινέθηκε στην Ευρώπη αλλά δίχασε την ελληνική κριτική στη δεκαετία του '30, στην προχτεσινή παρουσίαση της έκδοσης στο Μουσείο Μπενάκη, μετά από προλόγισμα του Δημήτρη Αρβανιτάκη (εκπροσώπου του Μουσείου), μίλησαν οι καθηγητές Στυλιανός Αλεξίου (ανιψιός της Ελλης Αλεξίου) και Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, η γλωσσολόγος Ελευθερία Γιακουμάκη και ο εκδότης. Απσπάσματα διάβασε η Αννα Συνοδινού, ενώ ο Μάνος Μουντάκης τραγούδησε μελοποιημένους, από τον ίδιο, στίχους του έργου.
Ο Καζαντζάκης άρχισε να γράφει την «Οδύσσεια» το 1925 στην Κρήτη και την τελείωσε τον Ιούλη του 1937, συνθέτοντας - με τον ασυνήθιστο 17σύλλαβο - 24 ραψωδίες, σε 33.333 συνολικά στίχους, επηρεασμένος και από τη δαντική «Θεία Κωμωδία». Ο Στυλιανός Αλεξίου, σε βιντεοσκοπημένη ομιλία του, συνόψισε το - ολότελα διαφορετικό από το ομηρικό έπος - θεματικό περιεχόμενο των 24 μερών-ραψωδιών του καζαντζακικού έργου, αναφέρθηκε σε επιμέρους θεματικές επιρροές του (από τη Βίβλο μέχρι και τον Βάγκνερ), στις σπάνιες λέξεις και στα νεοφανή επίθετα που έπλασε ο Καζαντζάκης, και τόνισε ότι «σήμερα πρέπει να κατανοηθεί και μελετηθεί ως ένα μεγάλο έργο σκέψης και λόγου της εποχής του».
Αξίζει να αναφερθούμε και σε λίγες από τις πολλές και ενδιαφέρουσες φιλολογικές και συγκριτολογικές απόψεις της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού. Η καθηγήτρια σημείωσε ότι «πρόδρομος» της «Οδύσσειας», ήταν το ποίημα «Οδυσσέας», που ο Καζαντζάκης δημοσίευσε το 1922. Μίλησε για τις ομοιότητες και διαφορές της με τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Και «εισήγαγε» την προσωπική της πεποίθηση ότι η καζαντζακική «Οδύσσεια» δέχτηκε θεματολογικές και στιχουργικές επιρροές και από τον παλαμικό «Δωδεκάλογο του Γύφτου».