Δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν «άνιση μάχη», αλλά με μια κερδισμένη μάχη! Η νεαρή ηρωίδα της ταινίας πίστεψε στον αγώνα της και αποφάσισε να συγκρουστεί. Εντάξει, δεν άλλαξε τον κόσμο. Κέρδισε, όμως, το δικαίωμα στην εργασία. Και, ακόμα, το σεβασμό και την αξιοπρέπεια. Και μαζί με αυτήν κέρδισαν τα ίδια δικαιώματα και οι άλλες γυναίκες της περιοχής. Δεν είναι λίγα αυτά...
Η Τζόσι Eϊμς, μητέρα δυο μικρών παιδιών, αντιλαμβάνεται πως δεν είναι δίκαιο να την κακομεταχειρίζεται ο άντρας της. Οταν βεβαιωθεί πως είναι αδύνατον να αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντί της, παρότι τον αγαπάει, τον εγκαταλείπει, παίρνοντας μαζί της τα παιδιά της. Φτάνει στη μικρή γενέθλια πόλη, στη Βόρεια Μινεσότα, από την οποία είχε φύγει «κακήν κακώς» γιατί, μαθήτρια ακόμα, κάποιος, όχι με τον καλύτερο τρόπο, την άφησε έγκυο.
Κανένας, και πρώτος απ' όλους ο πατέρας της, δεν ξέχασαν το «παρελθόν» της. Τη βλέπουν καχύποπτα. Η καχυποψία, τελικά, γίνεται έχθρα, καθώς η νεαρή γυναίκα υποχρεώνεται (για να παίρνει ικανοποιητικό μισθό και να μπορεί να θρέψει τα παιδιά της) και πιάνει δουλιά στα ορυχεία της περιοχής! Δουλιά, δηλαδή, που μόνον άντρες «δικαιούνται» να κάνουν. Η Τζόσι, πέρα από τις άθλιες συνθήκες δουλιάς, που ίσχυαν για όλους, έχει να αντιμετωπίσει και την απαξιωτική συμπεριφορά και τα αισχρά πειράγματα των συναδέλφων της. Η ζωή της γίνεται κόλαση.
Η νεαρή γυναίκα, όμως, έχει αποφασίσει να συγκρουστεί. Εχει αποφασίσει να μην επιτρέψει σε κανέναν να την ξαναπροσβάλει. Αρνείται να παραιτηθεί, όπως τη συμβουλεύουν και όπως όλα την αναγκάζουν να κάνει. Στρέφεται δικαστικά τόσο κατά των αφεντικών, που δεν παίρνουν μέτρα ασφαλείας, που δεν έχουν ξεχωριστούς χώρους για να αλλάζουν ρούχα και για να πλένονται οι γυναίκες, όσο και κατά των συναδέλφων της, που την κακομεταχειρίζονται και την προσβάλλουν!
Το τέλος της ταινίας βρίσκει τη μικρή επαρχιακή πόλη πιο ώριμη! Ο αγώνας της Τζόσι έφερε αποτελέσματα. Πολλοί ανέλαβαν τις ευθύνες τους. Η ίδια, πάντως, ξέρει πως, τελικά, ο αγώνας, ο πραγματικός αγώνας δικαιώνεται! Και ξέρει, ακόμα, πως ο αγώνας δε γίνεται «διά αντιπροσώπου». Πρέπει ο ίδιος να βάλεις τα χέρια σου στη φωτιά.
Η «Ανιση Μάχη», εκ πρώτης όψεως, φαντάζει φεμινιστική! Σαν τέτοιο πέρασε στην ιστορία το αληθινό γεγονός που περιγράφει, σε ελεύθερη κινηματογραφική διασκευή, η ταινία. Σαν μια πράξη καταδίκης της «σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους δουλιάς». Ο «απλός» θεατής, αυτός που διαβάζει μόνον τα επιφαινόμενα, μπορεί να περιοριστεί σε αυτό το επίπεδο. Ομως, το έργο της Νεοζηλανδής σκηνοθέτιδας Νίκι Κάρο, τελικά, πέρα από τις αδυναμίες των θεατών και τους δικούς του δισταγμούς, είναι καθαρά ταξικό έργο. Γιατί δεν περιορίζεται στο «μερικό». Αλλωστε και το μερικό, μην ξεχνάμε, το γυναικείο ζήτημα, η ισονομία των γυναικών με τους άντρες, είναι και αυτό μέρος του ταξικού αγώνα. Η ισότητα της γυναίκας στο δικαίωμα της εργασίας και σε όλα τα άλλα σχετικά, καθώς και στο δικαίωμά της να επιλέγει τον σύντροφό της είναι και αυτό μέρος του ταξικού αγώνα. Οι ισότιμες, τελικά, συζυγικές ή ερωτικές σχέσεις είναι και αυτές μέρος της ταξικής πάλης. Γιατί, όλα αυτά απαιτούν αλλαγές, ανατροπές το σωστότερο, στο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Οι οποίες αλλαγές θα φέρουν και τις νέες συμπεριφορές...
Αλλά η ταινία είναι ταξική και γιατί περιγράφει σωστά, με πολύ ρεαλιστικό τρόπο, μάλιστα, τόσο την εργατική τάξη, με τα ελαττώματά της και τα προτερήματά της, όσο και τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζεται, ερωτεύεται, γεννάει και πεθαίνει ο κόσμος της εργασίας! Και είναι ταξική, ακόμα, γιατί προβάλλει τον αγώνα των εργαζομένων σαν τη μόνη διέξοδο στα αδιέξοδα. Στην ταινία, δεν υπάρχουν οι «από μηχανής θεοί», οι μεταφυσικές δυνάμεις, οι «τρίτοι» παράγοντες που θα αλλάξουν τα πράγματα. Τη ζωή θα την αλλάξουν, και την αλλάζουν, μόνον αυτοί που δεν τους αρέσει! Και αυτοί, βέβαια, είναι αυτοί που παράγουν και δεν απολαμβάνουν!
Φυσικά, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο κομμουνιστικό μανιφέστο. Ούτε με κάποιο σάλπισμα επανάστασης. Η ταινία δε βάζει τέτοια προχωρημένα ζητήματα. Στέκεται στα «μικρά» και αυτά εξηγεί. Ομως, τα εξηγεί με τιμιότητα. Με πολύ καλό κινηματογραφικό τρόπο. Σε ευθεία γραμμή. Με μιαν αφήγηση που διευκολύνει. Με άριστους ηθοποιούς, με καταπληκτικούς δραματουργικά χώρους, με εξαιρετικές φυσιογνωμίες (οι κομπάρσοι είναι αληθινοί εργάτες ορυχείων), με διακριτικούς ήχους και μουσικές, με λειτουργική φωτογραφία και εξίσου λειτουργικό μοντάζ. Ο θεατής θα βγει χορτασμένος από την ταινία. Στο χέρι του είναι και να παραδειγματιστεί, αν αυτές είναι οι ανησυχίες του - που πρέπει να είναι αυτές!
Παίζουν: Σάρλιζ Θέρον, Φράνσες Μακντόρμαντ, Σον Μπιν, Σίσι Σπέισεκ, Γούντι Χάρελσον.