Κυριακή 11 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Λάμπες, πολλές λάμπες»!

Οταν ο Λένιν ανέλαβε ως υπεύθυνος επίτροπος το «Επιτροπάτο της Παιδείας», επισκέφθηκε μαζί με το φίλο του και σύμβουλό του σε θέματα Πολιτισμού Λουνατσάρσκι ένα μεγάλο σχολείο που σπούδαζαν κορίτσια εργατών. Εκεί ζήτησε από το διευθυντή να τους δείξει τη βιβλιοθήκη. Ρώτησε, μάλιστα, να του πουν πόσες ώρες η βιβλιοθήκη ήταν ανοιχτή γι' αυτούς που ήθελαν να διαβάσουν, όταν σχόλαγαν από τη δουλιά. Ο διευθυντής κοίταξε σκεπτικός τον Λένιν και του απάντησε:

- Το χειμώνα κλείνουμε πριν να σχολάσουν οι εργάτες, γιατί σκοτεινιάζει νωρίς, σύντροφε Επίτροπε, και δεν έχουμε φώτα!

Οταν τελείωσε η επίσκεψη και πήραν το δρόμο του γυρισμού, ο Λουνατσάρσκι έβγαλε το μπλοκάκι και το ξύλινο μολύβι του και ρώτησε:

- Τι σκέφτεσαι, σύντροφε Ιλιτς, για το σχολείο του Puteski;

-Λάμπες, πολλές λάμπες. Πρέπει ν' αγοράσουμε λάμπες, να στείλουμε σε όλες τις βιβλιοθήκες της Ρωσίας, για να είναι ανοιχτές όλο το εικοσιτετράωρο!

Το περιστατικό αυτό που το διάβασα σε μια βιογραφία του Λένιν μου ήρθε στο μυαλό, όταν προσπαθούσα να αναλύσω τις εκτιμήσεις της ΚΕ για το αποτέλεσμα των εκλογών της 9/4 και την απόφαση για την ένταση που θα πρέπει να πάρει η δουλιά του Κόμματος από δω και πέρα, ώστε να επιδιωχτεί η πολιτική και ιδεολογική αναβάθμιση του λαϊκού κινήματος. Γιατί, όπως εκτιμά η ΚΕ, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ενδεχόμενο να αποκαλύπτουν την υποβάθμιση αυτών των σημαντικών στοιχείων που αποτελούν την οργανική ύλη ενός «κινήματος». Και συμφωνώντας μ' αυτήν την απόφαση, θέλω να συμπληρώσω πως δεν μπορούμε να μιλούμε για «λαϊκό κίνημα», του οποίου η πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση βρίσκεται σε κάθοδο. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει «κίνημα», υπάρχει απλώς μια εκδηλωμένη «ανησυχία» του λαού, μια συγκυριακά θεμελιωμένη κοινωνική ανάγκη που προσανατολίζει μικρές ή μεγάλες ομάδες εργαζομένων να καταφάσκουν στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, χωρίς αυτή η κατάφαση να εκδηλώνεται με τη μορφή της πολιτικής επιλογής στις εκλογές.

Εξω όμως από μια τέτοια θεωρητική εκτίμηση του ιδεολογικού και πολιτικού επιπέδου των εργαζομένων και μια περιγραφική απόφαση για την αντιμετώπισή της, χρειάζεται και μια συγκεκριμένη περιγραφή της μορφής που πρέπει να πάρει η «διεύρυνση» της δουλιάς του Κόμματος βαθιά στα λαϊκά στρώματα των εργατών, όλων των εργαζομένων, της νεολαίας και της διανόησης. Γι' αυτό το λόγο πιστεύω πως το να περιορίζεται το Κόμμα στην άποψη ότι οι ιδεολογικές και πολιτικές του θέσεις ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ελληνικού λαού, που σχετίζονται με την εργασία, τη μόρφωση, την υγεία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, αλλά και ότι ανταποκρίνονται στη μείζονα εθνική ανάγκη για την ανεξαρτησία, δεν οδηγεί πουθενά. Εκείνο που οδηγεί «κάπου», και γι' αυτό το χρειαζόμαστε, είναι η ποιοτική αναβάθμιση μιας «διεύρυνσης».

Και γι' αυτό το το λόγο μου ήρθε στο μυαλό το περιστατικό με τον Λένιν και τις βιβλιοθήκες της επαναστατημένης Ρωσίας. Γιατί σκέφτηκα πως για να πετύχουμε αυτή τη «διεύρυνση» χρειαζόμαστε διάβασμα, πολύ διάβασμα.

Είναι ανάγκη λοιπόν να μοιράσουμε τη δουλιά ανάμεσα στο «δρόμο» και στις βιβλιοθήκες. Είναι ανάγκη να κρατάμε τις βιβλιοθήκες ανοιχτές ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Και, προπαντός, όταν διαβάζουμε, να υπογραμμίζουμε τα «S.O.S.», όπως χαρακτηρίζουν οι υποψήφιοι των πανελλαδικών τα σημαντικά θέματα που είναι ενδεχόμενο να τεθούν ως εξεταστική δοκιμασία. Μέσα από αυτή τη λογική θα έλεγα πως ένα από τα βασικά θέματα που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και στο πολιτικό. Να υπογραμμίσουμε το θέμα και να προετοιμαστούμε πάνω σ' αυτό. Και αυτό σημαίνει πως πρέπει να μάθουμε στον κόσμο πως όταν βρίσκεται μπροστά σε οποιοδήποτε πρόβλημα της ζωής του, να ψάχνει να βρει την αιτία στις αποφάσεις αυτών που τον κυβερνούν και πιο πολύ στις δυνάμεις εκείνες που διαμορφώνουν αυτές τις αποφάσεις. Στις δυνάμεις εκείνες, δηλαδή, που βρίσκονται πάνω από το ελληνικό κράτος, πάνω από το Εθνικό Κοινοβούλιο και που τώρα ακούνε σε διάφορα μυστηριακά ονόματα, όπως «νέα τάξη πραγμάτων», «παγκοσμιοποίηση», «Ενωμένη Ευρώπη». Και να τον πείσουμε ακόμα πως μια τέτοια αναζήτηση σημαίνει πολιτική πράξη. Οταν όμως (και αυτό πρέπει να του το μάθουμε) περιορίζεται να αναστενάζει και απλώς να «λέει τον πόνο του» και πότε πότε να σηκώνει και καμιά γροθιά, λες και με τον τρόπο αυτό θέλει να «ξορκίσει» το κακό που τον βασανίζει, την «κακούργα την κοινωνία», όπως λέγαμε πιο παλιά, δεν πετυχαίνει τίποτε. Μόνο τη δυστυχία του κατορθώνει να περιγράψει και τίποτε παραπάνω. Οταν, λοιπόν, κατορθώσουμε να μάθουμε στον άνεργο, στον εργαζόμενο, στο διανοούμενο και στο νεολαίο να αναζητά τους αίτιους των προβλημάτων του στις αποφάσεις της εξουσίας, της κυβέρνησης, με άλλα λόγια, και να ζητάει από αυτούς να του βρούνε τη λύση, τότε σημαίνει πως τον ανεβάσαμε και ιδεολογικά και πολιτικά. Και σημαίνει ακόμα πως μόνο τότε μπορούμε να συνεργαστούμε μαζί του. Θέλω να πω, δηλαδή, πως μονάχη της η κοινωνική ευαισθησία δε συνιστά προϋπόθεση πολιτικής συνεργασίας. Συνιστά, τις πιο πολλές φορές, μια συγκυριακή πολιτική «ηδονή» που μπορεί να οδηγήσει και σε περιπέτειες.

Κι αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο και το εξίσου σημαντικό είναι ο τρόπος που θα διαλέξουμε να τα πούμε όλα αυτά. Με άλλα λόγια δε φτάνει μόνο το πρόγραμμα των «μαθημάτων». Χρειαζόμαστε και μια σωστή μεθοδολογία. Η κυβέρνηση σκέφτηκε, με αυτή τη σατανική πονηριά που τη διακρίνει, να επινοήσει τη «δοκιμασία των δεξιοτήτων», για να ελέγξει τους μαθητές και τους καθηγητές. Εμείς βέβαια δε θα τη μιμηθούμε. Θα ψάξουμε ωστόσο να βρούμε και μεις ποιες «δεξιότητες» μπορεί να έχει ο λαός μας και σ' αυτές ν' αποταθούμε. Και επειδή, βέβαια, κάθε κοινωνικό στρώμα έχει και τις δικές του τις «δεξιότητες», θα πρέπει να βρούμε έναν ιδιαίτερο τρόπο να τις αξιοποιήσουμε. Να βρούμε «γλώσσες» πολλές, και «εικόνες» πολλές. Αλλού να μιλήσουμε θυμωμένοι και επιθετικοί και αλλού ήπιοι και καλοσυνάτοι. Αλλού να περιοριστούμε στις σηκωμένες γροθιές και αλλού στις ευγενικές χειραψίες. Αλλού να συγκρουστούμε και αλλού να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας. Με άλλο πρόσωπο θα μπούμε στο εργοστάσιο, με άλλο στο γραφείο και με άλλο στην καφετερία. Και τα «μαθήματα» που θα διδάξουμε, για να πάμε βαθιά στο λαό, άλλα θα τα στηρίξουμε στον Μαρξ, άλλα στον Λένιν, άλλα στον Μπρεχτ, άλλα στον Ρίτσο, άλλα στην «επί του όρους ομιλία» και άλλα στην απολογία του Μπελογιάννη μπροστά στους στρατοδίκες του. Θα μιλήσουμε με τους ορθόδοξους και με τους άθεους, με τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές, με συντηρητικούς και επαναστάτες. Μέσα σε εκκλησιές και μέσα σε τζαμιά, δίπλα σε παγόδες και δίπλα σε «στούπες». Θα μιλήσουμε με όλους, και μ' αυτούς που θέλουν τις νέες ταυτότητες και μ' αυτούς που δεν τις θέλουν. Και όλ' αυτά χωρίς να απομακρυνθούμε ούτε κεραία από την πολιτική μας γραμμή, από την πρότασή μας για τη συγκρότηση ενός «Λαϊκού Μετώπου»! Ετσι μόνο θα «διευρυνθεί» η δουλιά μας και θα πάει βαθιά. Και αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο. Είναι ένας αγώνας, όπως τον περιέγραψε ο Λένιν «...ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, παιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις της παλιάς κοινωνίας»!

Γι' αυτό σας λέω, χρειαζόμαστε λάμπες, πολλές λάμπες. Γιατί οι βιβλιοθήκες μας πρέπει να μένουν ανοιχτές όλο το εικοσιτετράωρο!


Του
Γιώργου Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ