Κυριακή 25 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Κόκκινη κάρτα» στην αντιλαϊκή πολιτική

Σρέντερ ή Μέρκελ;

Associated Press

Σρέντερ ή Μέρκελ;
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 18ης Σεπτέμβρη δύναται να έχει μόνο μία ανάγνωση, ασχέτως της φιλολογίας, υπερβολικής μάλιστα, που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 24ωρα: Πλήρης απόρριψη όλων των πολιτικών που βασίζονται στο γκρέμισμα των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και την επαναδιανομή του πλούτου, με μοναδικό στόχο να ωφεληθούν οι κατέχοντες. Απόρριψη της «Ατζέντας 2010» και όλων των συμπαρομαρτούντων νόμων, όπως του «Χαρτζ IV», αλλά και των προτάσεων των Επιτροπών Rurup και Herzog, που αφορούν τις απορυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό και στη συνολική αποψίλωση του «κοινωνικού κράτους».

Ο γερμανικός λαός προσπάθησε να αντισταθεί με κάθε δυνατό μέσο που είχε στη διάθεσή του στην προσπάθεια του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ να ανανεώσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία ή να παραδώσει αυτή την πλειοψηφία στον άλλο πόλο της εξουσίας, τους Χριστιανοδημοκράτες, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα το έργο των «μεταρρυθμίσεων» ή καλύτερα απορυθμίσεων.

Τοπίο στην ομίχλη

Η πρόωρη προσφυγή στην κάλπη ήταν αναγκαστική όχι εξαιτίας των συνεχών ηττών του κυβερνώντος συνασπισμού στις εκλογές των κρατιδίων, με πιο σημαντική τη συντριπτική ήττα στο κρατίδιο της Ρηνανίας - Βεστφαλίας, ένα κρατίδιο με μεγάλο αριθμό βιομηχανικών εργατών και κάποτε προπύργιο του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος» (SPD). Η πρόωρη προσφυγή κρίθηκε απολύτως αναγκαία εξαιτίας της αντίστασης στα μέτρα της «Ατζέντας 2010» και εντός του κυβερνώντος κόμματος. Εξάλλου, μέχρι τέλους ο Σρέντερ είχε την απόλυτη υποστήριξη όλων των κομμάτων, που μέχρι τις 18 Σεπτέμβρη αντιπροσωπεύονταν στο Μπούντεσταγκ, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και φυσικά την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας. Το πρόβλημα ήταν οι λαϊκές αντιδράσεις στην ακολουθούμενη πολιτική. Και το «πρόβλημα» καταγράφηκε ευκρινέστατα και στα εκλογικά αποτελέσματα.


Ετσι, το βράδυ της περασμένης Κυριακής επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είχε πραγματικό νικητή. Για πρώτη φορά οι δύο μνηστήρες της καγκελαρίας ανέκραζαν νίκη ενόσω έχασαν και δύο και για πρώτη φορά και οι δύο δήλωναν και μέχρι στιγμής εξακολουθούν να δηλώνουν ότι είναι απολύτως αποφασισμένοι να διεκδικήσουν την καγκελαρία και κατ' επέκταση να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση.

Ουσιαστικά και οι δύο έχασαν. Τα αδελφά κόμματα της «Ενωσης», δηλαδή το Χριστιανοδημοκρατικό και Χριστιανοκοινωνικό (CDU και CSU) παρότι στις δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές «κάλπαζαν» προς την εξουσία, συγκέντρωσαν από κοινού μόλις 35,2%, χάνοντας 3,3% της εκλογικής τους δύναμης! Την ίδια στιγμή τα κέρδη του κόμματος του «χρηματιστηρίου», δηλαδή των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που τόσο πολύ προβλήθηκαν, ήταν λιγότερα από τη διαρροή που είχαν τα κόμματα της «Ενωσης», αφού ο συνδυασμός της κοινοβουλευτικής δύναμης και των τριών είναι μικρότερος από ό,τι το 2002, που για λίγες μόλις έδρες δεν μπόρεσαν και το 2002 να διεκδικήσουν την εξουσία (όπως δείχνει και ο πίνακας).

Λιγότερο «χαμένος» ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, αφού, παρά το ότι προέβλεπαν την πολιτική του «αυτοκτονία» εξαιτίας της πρόωρης προσφυγής στην κάλπη, κατόρθωσε να επιβιώσει και να διεκδικεί εκ νέου την καγκελαρία. Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό του SPD σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση είναι το μικρότερο μεταπολεμικά, ενώ σε αυτό που συναινεί η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών είναι ότι ο Σρέντερ δεν έλαβε «ψήφο εμπιστοσύνης» για την πολιτική, αλλά μάλλον ψήφο δυσαρέσκειας προς το πρόσωπο της Αγγελα Μέρκελ και των κομμάτων της Ενωσης, ειδικά από τη στιγμή που στον προεκλογικό στίβο, ως μελλοντικός υπουργός Οικονομικών, εισήλθε ο «πολυγραφότατος» Πολ Κίρχοφ και ανακοίνωσε το πλαφόν του 25% για τη φορολογία... Την ίδια στιγμή το «πρότυπο» της Μέρκελ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, βυθιζόταν στη Νέα Ορλεάνη. Η πολιτική της κυβέρνησης Μπους που διαφήμιζε η υποψήφια των Χριστιανοδημοκρατών λοιδορείται παγκοσμίως εξαιτίας της «ανικανότητάς» της ή καλύτερα της πολιτικής της αγοράς που πρώτη εφάρμοσε και επέβαλε, που κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες, άφησε ξεριζωμένους εκατοντάδες χιλιάδες και εξαφάνισε μία πόλη - μνημείο.

Και εάν τα αποτελέσματα ήταν ένα χαστούκι στην πολιτική αυτή, οι Γερμανοί εργαζόμενοι που επέλεξαν να «στρίψουν αριστερά» -εκτός της ψήφου τους προς το Αριστερό Κόμμα και δεκάδες μικρότερα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ελλείψει άλλης σοβαρής ριζοσπαστικής δύναμης που είδαν τις εκλογικές τους δυνάμεις να πολλαπλασιάζονται παρότι κανένα εξ αυτών δεν μπόρεσε φυσικά ούτε να πλησιάσει κατά διάνοια το πλαφόν του 5% - είδαν την επομένη όλους τους «παίκτες», δηλαδή τα αστικά κόμματα, να συνδιαλέγονται επί ίσοις όροις για το σχηματισμό κυβέρνησης.

Χαμένες ψευδαισθήσεις

Στο παιχνίδι, εμμέσως και αναγκαστικά, έχει εισέλθει και το «Αριστερό Κόμμα», παρότι όλοι αρνούνται να «παίξουν» μαζί τους και το ίδιο με τα αστικά κόμματα. Ηδη, σύμφωνα με τον «Spiegel», τέσσερις εκ των βουλευτών του «Αριστερού Κόμματος» αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να ψηφίσουν υπό όρους τον Σρέντερ για καγκελάριο, μολονότι η ηγεσία του «Αριστερού Κόμματος» αρνείται.

Και γιατί όχι θα αναλογιστούν κάποιοι... ενδεχομένως το «Αριστερό Κόμμα» μπορεί να συμβάλει στην «αλλαγή κατεύθυνσης». Πώς; Αξίζει να σημειωθούν μερικά εκ των χαρακτηριστικών «περιστατικών» της συγκυβέρνησης του Βερολίνου εκ μέρους του SPD και του «Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» (PDS), ενός εκ των δύο συνισταμένων του «Αριστερού Κόμματος». O Χάραλντ Βολφ, ηγετικό στέλεχος του PDS και «υπουργός Οικονομικών» του Βερολίνου, στις δηλώσεις του στην «Berliner Zeitung» αναφορικά με το νόμο «Χαρτζ IV», που για μήνες έβγαλε εργαζόμενους και κυρίως ανέργους στους δρόμους του αγώνα, τόνιζε ότι συμφωνεί με τις αρχές του νόμου: «Αφού παρέχει στήριξη στους ανέργους και συνάμα προβάλλει απαιτήσεις». Εξάλλου, ο Βολφ σε συνεδριάσεις του τοπικού Κοινοβουλίου αρέσκεται να κάνει λόγο «για ατομική ευθύνη» όταν αναφέρεται στους ανέργους. Το PDS ως συγκυβερνήτης του δήμου του Βερολίνου στον περιβόητο «κόκκινο-κόκκινο» συνασπισμό προχώρησε σε δραστικές περικοπές στον τομέα των δημόσιων μεταφορών (Berliner Verkehrsbetriebe-BVG), με την ανοχή ή συνενοχή του Συνδικάτου Ver.di, όπου οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν ενόσω οι αποδοχές μειώθηκαν, περικόπηκαν τα δώρα ακόμη και η διάρκεια των αδειών. Φυσικά αυτό το ονόμασαν «σύμφωνο αλληλεγγύης».

Επίσης, τα τέσσερα κύρια Πανεπιστήμια, αλλά και τρία εκ των τεσσάρων Τεχνικών Πανεπιστημίων αποσύρθηκαν από το διάλογο κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, εξαιτίας των απειλών για περικοπές των χρηματοδοτήσεων και της απίστευτης πίεσης εκ μέρους της τοπικής κυβέρνησης. Ανάλογες έγιναν, σύμφωνα με το γερμανικό Τύπο, και στο Ιδρυμα που είναι επιφορτισμένο με τη λειτουργία των μουσείων της πρωτεύουσας κ.ά.

Το ειρωνικό είναι ότι τα μέλη του WASG, δηλαδή τα στελέχη του SPD που αποχώρησαν και μαζί με το ΚΟΔΗΣΟ ίδρυσαν το «Αριστερό Κόμμα» είναι πιο «κριτικά» ως προς τη συνεργασία με τον Σρέντερ. Εξάλλου, παρά τις πιέσεις, το «Αριστερό Κόμμα» είναι ακόμη μία εκλογική συμμαχία.

Και ενόσω το πρωτοφανές για τα γερμανικά δεδομένα πόκερ εξουσίας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και κανείς δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να προβλέψει ποια ακριβώς θα είναι η επόμενη κυβέρνηση της χώρας, οι εργοδότες της Γερμανίας είναι απολύτως πεπεισμένοι για την πολιτική που έχει ανάγκη η χώρα.

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Εργοδοτών Ντίτερ Χουντ επισημαίνει ότι «η γερμανική πολιτική ηγεσία, ούτε μπορεί, ούτε επιτρέπεται να ακολουθήσει τη γραμμή του "συνεχίζουμε όπως μέχρι τώρα". Επ' ουδενί. Το βουνό των προβλημάτων είναι μετά τις εκλογές εξίσου μεγάλο όπως ήταν και πριν». Τι χρειάζεται, λοιπόν, η Γερμανία; Μια νέα πολιτική. Και πώς την εννοεί ο Χουντ; Το πλαίσιο που θέλουν οι Γερμανοί εργοδότες είναι φορολογική μεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, ελαστικότερες διατάξεις στο εργασιακό και μείωση των ελλειμμάτων του δημοσίου.

Μάλιστα, το προσκείμενο στην εργοδοτική πλευρά «Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας» (IW), συνέταξε ως πρόταση στη νέα κυβέρνηση ένα πρόγραμμα περικοπών κοινωνικών παροχών ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ.


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ