Επιδοκιμαστικός εμφανίστηκε χτες ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων για ορισμένες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά το συμπέρασμα της τοποθέτησής του είναι ότι πολλά λέγονται και λίγα γίνονται, γι' αυτό ζήτησε «γενναίες αποφάσεις», μια φράση που συνήθως παροτρύνει σε γενναίες αντιλαϊκές ρυθμίσεις και παράδοση στο μεγάλο κεφάλαιο δημόσιας περιουσίας με ποικίλους τρόπους. Σ' αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερη αξία έχει η απαίτηση των επιχειρηματιών του τουρισμού, όπως εκφράστηκε από τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ Σ. Ανδρεάδη, να προχωρήσει η κυβέρνηση «μέσω διαγωνισμών σε μακροχρόνιες μισθώσεις δημοσίων εκτάσεων, που μένουν σήμερα σε πλήρη απραξία, προς ιδιώτες επενδυτές, που θα εκμεταλλευτούν την επένδυσή τους για ορισμένο χρονικό διάστημα, μετά το οποίο τόσο η γη όσο και η επένδυση θα επανέλθουν στο δημόσιο».
Βεβαίως, η ιδέα της εκμετάλλευσης για ένα «κομμάτι ψωμί» εκτάσεων ιδιαίτερης οικονομικής, αλλά πολλές φορές και περιβαλλοντικής, αξίας δεν είναι νέα. Ούτε αποτελεί «κελεπούρι» η επιστροφή στο δημόσιο μιας ερειπωμένης εγκατάστασης που δε «βγάζει τα λεφτά της» πια, σε μια περιοχή που στο μεταξύ έχει υποστεί τις οδυνηρές κερδοσκοπικές συνέπειες της αυθαίρετης ιδιωτικής παρέμβασης. Ζητήθηκε επίσης γενική νομοθετική ρύθμιση για τη νομιμοποίηση των πολεοδομικών αυθαιρεσιών ξενοδοχειακών μονάδων και κίνητρα για την απόσυρση παλιών ξενοδοχείων που υποβαθμίζουν τη συνολική εικόνα του τουρισμού στην Ελλάδα.
Γενικά ο ΣΕΤΕ εμφανίστηκε μάλλον ανήσυχος για την εξέλιξη των πραγμάτων, αν και παρουσίασε στοιχεία ότι αυξήθηκαν οι αεροπορικές αφίξεις κατά 12,5% το διάστημα Γενάρης - Μάης 2005.