Η κυριαρχία των ΗΠΑ στον οπτικοακουστικό τομέα, και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της παραγωγής και διανομής κινηματογραφικών ταινιών, προκύπτει και από τα στοιχεία για τις εταιρίες του χώρου σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης που δημοσιοποίησε το Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων (ΙΟΜ).
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οπτικοακουστικού Παρατηρητηρίου (ΕΟΠ) - που εκπροσωπείται στην Ελλάδα από το ΙΟΜ - για το 2000, για το οποίο υπάρχει συνολική εικόνα, στον τομέα της διανομής υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση 400 εταιρίες, από τις οποίες οι 352 ήταν ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας και οι 48 ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, «τα περιθώρια κέρδους των ευρωπαϊκών εταιριών έπεσαν κάτω από το μηδέν (-2%), ενώ αντίθετα οι εταιρίες που ελέγχονται από τις ΗΠΑ παρέμειναν γύρω στο 3%».
Το ΕΟΠ διαπιστώνει ότι «χαρακτηριστικό» του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα είναι η «κατακερματισμένη φύση του, που αποτελείται σχεδόν συνολικά από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες πολλές φορές δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον (...) Πολλές εταιρίες παραγωγής εμφανίζονται για τη δημιουργία μίας και μόνο ταινίας, ενώ όσον αφορά τη διαφάνεια στα οικονομικά στοιχεία (...) μεγάλες εταιρίες δε δημοσιοποιούν τους ισολογισμούς τους».
Οι 100 πιο «εύρωστες» οικονομικά εταιρίες στην ΕΕ προέρχονται από τις μεγάλες χώρες: Γαλλία (54 εταιρίες), Μ. Βρετανία (22), Ιταλία (10), Ισπανία (7) και Γερμανία (4). Τα «σκήπτρα» οι μεγάλες χώρες τα κρατούν και στη διανομή αν και οι διαφορές μεταξύ τους είναι πιο «ισορροπημένες». Ετσι, η κατανομή των εταιριών διανομής ανά χώρα, για τις 50 πρώτες εταιρίες διανομής έχει ως εξής: Μ. Βρετανία και Ισπανία (9 εταιρίες), Γαλλία (8), Γερμανία (6). Στους εν λόγω καταλόγους δεν υπάρχουν ελληνικές εταιρίες, αν και δραστηριοποιούνται περισσότερες από 100.
Το ΙΟΜ «πλέκει» το «εγκώμιο» στο επικουρικό πρόγραμμα «MEDIA» της ΕΕ - το οποίο ωστόσο δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ανταγωνιστικότητας του οπτικοακουστικού κεφαλαίου της ΕΕ σε σχέση με αυτό των ΗΠΑ - και ομολογείται ότι έχει «στόχο την ενδυνάμωση της θέσης των εταιριών παραγωγής αλλά και τη δημιουργία καλύτερων, περισσότερο ανταγωνιστικών ταινιών που σίγουρα θα αποτελέσουν ώθηση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού τομέα, τόσο με όρους οικονομικούς, όσο και πολιτιστικούς».
Φυσικά, περισσότερο «ανταγωνιστικές» ευρωπαϊκές ταινίες για να «χτυπηθούν» οι ΗΠΑ μόνο «πολιτιστικούς» όρους δεν πρόκειται να ικανοποιήσουν.