Οπως και οι προκάτοχοί του, έτσι και ο Ευάγ. Μπασιάκος υπερασπίστηκε την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης που μετέχει. Το πρώτο πράγμα που είπε ήταν ότι «είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε τους κανονισμούς». Επίσης πέταξε το μπαλάκι στους προηγούμενους, λέγοντας πως η κυβέρνηση κληρονόμησε αδιέξοδα. Ομως αδιέξοδη για τους μικρομεσαίους αγρότες είναι η πολιτική που επιβάλλει η ΕΕ και απαράλλακτα ακολουθούν και εφαρμόζουν τόσο η ΝΔ, όσο και το ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα, βέβαια, της εφαρμογής αυτής της πολιτικής είναι για τους μικρομεσαίους αγρότες το: Κάθε πέρσι και καλύτερα.
Πάντως, ο Ευάγ. Μπασιάκος αναγκάστηκε να «μασήσει» λίγο τις προγενέστερες ανακοινώσεις του ότι το 2004 το εισόδημα των αγροτών αυξήθηκε κατά 2,8%. Παραδέχτηκε σ' ένα βαθμό ότι τούτο πρόκειται για αλχημεία και ανέφερε πως το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει επειδή μειώνεται ο αγροτικός πληθυσμός. Ομως ο ίδιος και η κυβέρνηση της ΝΔ ακολουθούν μια πολιτική, με βάση τις επιταγές της νέας ΚΑΠ, όπου λιγότεροι μεγαλοαγρότες θα λαμβάνουν τις μικρότερες επιδοτήσεις, που θα τους φαίνονται όμως ως μεγαλύτερες... Βέβαια, ο υπουργός, όπως και οι προκάτοχοί του, ανέφερε ότι κάθε χρόνο οι Ελληνες αγρότες εισπράττουν 1,1 δισ. δρχ. για επιδοτήσεις. Δεν ανέφερε όμως ότι οι επιδοτήσεις θα κουτσουρεύονται κάθε χρόνο μετά το 2006, ως αποτέλεσμα των όσων ψήφισε τον Ιούνη του 2003 το ΠΑΣΟΚ και τον Απρίλη του 2004 η κυβέρνηση της ΝΔ. Δεν ανέφερε επίσης ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ξεπέρασε τα 2 δισ. δρχ. και πως για κάθε 1 ευρώ που δίνει η ΕΕ, η Ελλάδα πληρώνει 3. Οσο κι αν θέλει να το κρύψει ο Μπασιάκος, δυστυχώς για όλα όσα συμβαίνουν σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών φταίνε η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ και οι συμφωνίες του ΠΟΕ. Και οι αναφορές για το τι θα γινόταν αν δεν ήταν η Ελλάδα στην ΕΕ, είναι εκ του πονηρού και για λόγους δημιουργίας φτηνών εντυπώσεων. Οπως επίσης και οι αναφορές του ότι πολλές χώρες της Ευρώπης θέλουν να μπουν στην ΕΕ. Δυστυχώς, δε θέλουν οι χώρες, αλλά κάποιες κυβερνήσεις.
Ο Ευάγ. Μπασιάκος επανέλαβε ότι είναι παράνομη η καταβολή εθνικών ενισχύσεων και ανέφερε ξανά υποκριτικά ότι για την πτώση των τιμών φταίει η υπερπαραγωγή. Ομως προσπέρασε το γεγονός ότι οι εμποροβιομήχανοι - πολυεθνικές εδώ και χρόνια ρίχνουν τις τιμές στον παραγωγό και τις ανεβάζουν στον καταναλωτή, προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους, αξιοποιώντας τους σχετικούς κανονισμούς της ΕΕ. Προσπέρασε για παράδειγμα το γεγονός ότι η τιμή στο σιτάρι το 1992 ήταν 60 δρχ. το κιλό και το 2004 έγινε 40 δρχ. και ότι 900.000 τόνοι σκληρού σιταριού παραμένουν ακόμα απούλητοι. Προσπέρασε το γεγονός ότι περισσότεροι από 50.000 τόνοι βαμβακιού παραμένουν αδιάθετοι με απόφαση του ιδίου και της κυβέρνησης. Βέβαια, ο Μπασιάκος ανέφερε πως ξέρει από κρεμμύδια και πατάτες, επειδή είναι από χωριό της Θήβας... Αλλά ακόμα στα προϊόντα που λέει ότι ξέρει, λύσεις δεν έδωσε!
Ο ίδιος είπε επίσης πως δεν τίθεται ζήτημα αν θα βρεθούν «20 ή 30 δραχμές παραπάνω στο σιτάρι ή να δώσουμε κάτι περισσότερο στα σταφύλια ή οτιδήποτε άλλο, αν μας λέγατε πού θα βρούμε τα λεφτά και πώς θα μπορέσουμε να αντέξουμε ως οικονομία τους κοινοτικούς καταλογισμούς που με βεβαιότητα θα μας καταλογίζοντο». Ομως εδώ τίθεται ζήτημα κερδοσκοπίας σε βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών, που και αυτή η κυβέρνηση δε θέλει να αντιμετωπίσει. Δε θέλει να αντιμετωπίσει την κερδοσκοπική ασυδοσία των εμποροβιομηχάνων - πολυεθνικών.
Οπως για παράδειγμα επισήμανε ο Στ. Σκοπελίτης: «Πριν δώδεκα χρόνια, το λάδι, στο οποίο αναφέρομαι, πουλιόταν προς 1.200 με 1.400 δραχμές το κιλό. Σήμερα πουλιέται 500 δραχμές λιγότερο και πρέπει να ξέρετε ότι πριν δώδεκα χρόνια με τις 1.200 δραχμές αγόραζες - θα πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα - δέκα κιλά ψωμί, ενώ με τις 800 δραχμές που πουλάει σήμερα το λάδι του ο παραγωγός, παίρνει τριάμισι κιλά ψωμί». Με άλλα λόγια, το ΚΚΕ λέει: Τη χασούρα των αγροτών να την καλύψουν οι εμποροβιομήχανοι - πολυεθνικές, μειώνοντας ολίγο τα υπέρογκα κέρδη τους...
Στα αξιοσημείωτα είναι επίσης ότι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ανέφερε για το θέμα της ρύθμισης των χρεών πως υπολογίζεται 1 δισ. δρχ., αλλά στον προϋπολογισμό του 2005 δεν έχει προβλεφτεί τέτοιο κονδύλι. Και δε λέει τίποτα το γεγονός ότι τα πανωτόκια της ΑΤΕ θα πέσουν κατά 1 δισ. δρχ... Το ζήτημα είναι ότι τα χρέη των μικρομεσαίων αγροτών δε λήγουν και δε σβήνουν. Το βασικότερο όμως είναι ότι δε λήγει ούτε η αντιαγροτική πολιτική που δημιουργεί φτώχεια και χρέη στους μικρομεσαίους αγρότες.
Οσο για τον ΕΛΓΑ, ο Μπασιάκος ανέφερε επιλεκτικά πως οι εισφορές αγροτών και κτηνοτρόφων είναι 90 εκατ. ευρώ ετησίως και οι αποζημιώσεις, μαζί με τα ΠΣΕΑ, φτάνουν τα 500 εκατ. ευρώ. Ομως αυτό δε συμβαίνει κάθε χρόνο. Γιατί και στην ασφάλεια αυτοκινήτου κάποιος πληρώνει 300 ευρώ το χρόνο, αλλά αν έχει μια φορά ζημιά 3.000 ευρώ, η ασφαλιστική κάλυψη θα γίνει κανονικά. Αλλωστε στο θέμα του ΕΛΓΑ, αν είχε καταβληθεί κανονικά η κρατική συμμετοχή από το 1988 και μετά, δε θα υπήρχε πρόβλημα, ούτε θα φορτωνόταν ο οργανισμός αυτός με χρέη ύψους 1,3 δισ. ευρώ, τα οποία τώρα προφανώς θα ξεχρεώσουν οι αγροτοκτηνοτρόφοι.
Βέβαια, δεν είναι μόνο προκλητική η υποκρισία της κυβέρνησης, αλλά και η υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατά τη συζήτηση της Επερώτησης του ΚΚΕ, ο ορισθείς ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Ευάγ. Αργύρης δημαγώγησε ασυστόλως.
Εφτασε σε σημείο να πει ότι το 2003 με το «κακό ΠΑΣΟΚ» το βαμβάκι είχε τιμή 360 δρχ. το κιλό, ενώ για το 2004 η τιμή είναι 255 δρχ. Βέβαια, ο κύριος Αργύρης συνέκρινε ανόμοια πράγματα, αφού για τη χρονιά το 2003 η παραγωγή βαμβακιού ήταν μειωμένη. Ομως, γιατί δε λέει ο Αργύρης ποια ήταν η τιμή στο βαμβάκι την παραγωγή του 2001 και του 2002. Αλλά πιο χειρότερο είναι ότι ο Μπασιάκος αντιγράφει φέτος τις μεθοδεύσεις του Αργύρη το 2001 και το 2002! Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο χάλια για τους μικρομεσαίους βαμβακοπαραγωγούς, που πάλι έχουν μη επιλέξιμα βαμβάκια και μείωση του εισοδήματός τους, ως αποτέλεσμα της δικομματικής εφαρμογής του σχετικού καταστροφικού κοινοτικού κανονισμού. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις της ενδιάμεσης αναθεώρησης της ΚΑΠ.