1. Στόχος του σημειώματος αυτού είναι η συμβολή στο διάλογο που ξεκίνησε με τη δημοσίευση των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ για το 17ο Συνέδριο, οι οποίες πρέπει να ομολογήσω, πως σε γενικές γραμμές, ξαφνιάζουν ευχάριστα, αφού είναι φανερό πως γίνεται μεγάλη προσπάθεια αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης, ώστε αφού αποτυπωθεί και ερμηνευτεί η οικονομική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, να τεθούν οι βάσεις για την ανατροπή της, σε όφελος του λαού μας.
2. Η ανάπτυξη και η ισχυρή μαζικοποίησή του είναι, κατά τη γνώμη μου, ιστορικά συνδεδεμένη από τη μια πλευρά με την αναγκαιότητα αντιμετώπισης της ολόπλευρης και βιαίας πολλές φορές επίθεσης της αστικής τάξης σε βάρος του λαού, που είχε ως στόχο ακόμα και τη φυσική εξόντωση των πρωτοπόρων τμημάτων του (π.χ. Εμφύλιος) και από την άλλη, με την εδραίωση της πεποίθησης πως η ένταξη και συμμετοχή στο κίνημα δεν αποτελεί απλά υποθήκη για τη μελλοντική ανατροπή του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και όρο για την ταυτόχρονη βελτίωση της καθημερινής ζωής και της καλύτερης αντιμετώπισης των άμεσων βιοτικών αναγκών.
Από το πρίσμα αυτό παρατηρώντας τα πράγματα, έχω την άποψη πως η οικοδόμηση και ανάπτυξη του ΑΑΔΜ μπορεί να λάβει χώρα, μόνο, αν σημαντικά τμήματα των εργαζομένων, της μικρομεσαίας αγροτιάς, της νεολαίας κλπ. συνειδητοποιήσει στην πράξη ότι η ενίσχυση του μετώπου είναι δυνατόν να ανακόψει τη χειροτέρευση ή και να βελτιώσει, σε πρώτη φάση το επίπεδο ζωής τους. Θεωρώ, έτσι, ότι είναι άμεση προτεραιότητα να τεθούν σε εφαρμογή, από τους ίδιους τους κομμουνιστές, προτάσεις, που κατά καιρούς έχει επεξεργαστεί το Κόμμα, όπως π.χ. ο λαϊκός παραγωγικός συνεταιρισμός, που μπορεί να αποτελέσει κρίκο στη συγκρότηση του μετώπου και μάλιστα με στόχο,, εκτός των άλλων, σύγκρουσης και κατάργησης των υπαρχόντων μορφωμάτων, που φέρουν μεν το όνομα «αγροτικοί συνεταιρισμοί», πλην όμως, έχουν μετατραπεί στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε όργανα εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων, σε βάρος των συλλογικών συμφερόντων των μελών τους. Αξίζει να σημειωθεί πως σήμερα οι αγρότες, προκειμένου να προστατέψουν το εισόδημά τους, πρέπει να αντιπαλέψουν όχι μόνο την πτυχή της αντιαγροτικής πολιτικής των κυβερνήσεων, που είναι υπεύθυνη για τις χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων, αλλά και έναν διαρκώς μεγαλύτερο αριθμό ιδιωτών εμπόρων, που στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς» δραστηριοποιείται παρασιτικά στο χώρο αυτό και σε συνεργασία πολλές φορές με στελέχη των συνεταιρισμών κατακλέβουν τους παραγωγούς, αρνούμενοι να καταβάλλουν χρήματα για τα προϊόντα που αγόρασαν.
Η κατεύθυνση, έτσι, συμμετοχής των κομμουνιστών και κομμουνιστριών στους ήδη υπάρχοντες αγροτικούς συνεταιρισμούς (βλ. θέση 28) δε λαμβάνει υπόψη της πως η πλειοψηφία των συνεταιρισμών αυτών, έχοντας λειτουργήσει όλο το προηγούμενο διάστημα - με τις ευλογίες των αστικών κομμάτων - μέλη των οποίων στελέχωσαν και στελεχώνουν τις διοικήσεις, τους - ως όχημα για την εφαρμογή της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ, αλλοτρίωσαν συνειδήσεις, πρωτοστάτησαν και πρωτοστατούν σε μικρές ή μεγάλες απάτες στο χώρο των κοινοτικών επιδοτήσεων και μετατράπηκαν τελικά σε πλήρως ελεγχόμενες από αδίστακτους ανθρώπους, με πλούσιο, κάποιες φορές, ποινικό μητρώο, ιδιωτικές επιχειρήσεις, που δίκαια, απαξιώθηκαν στη συνείδηση σημαντικού τμήματος των αγροτών, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να λειτουργήσουν, πλέον, ως πόλος συσπείρωσης και πάλης. Με άλλα λόγια, η δημιουργία και ισχυροποίηση του λαϊκού παραγωγικού συνεταιρισμού περνάει, κατά τη γνώμη μου, μέσα από την αποδυνάμωση και κατάργηση της πλειοψηφίας των υπαρχόντων και για το λόγο αυτό, πιστεύω, πως η γενική κατεύθυνση συμμετοχής των κομμουνιστών στους υπάρχοντες συνεταιρισμούς χρειάζεται νέα επεξεργασία.
Το δεύτερο ζήτημα που θα ήθελα να θέσω έχει σχέση με την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος. Εχω την εντύπωση, πως οι μέχρι τώρα αξιόλογες προσπάθειες για την ερμηνεία των ανατροπών δεν έχουν απαντήσει σε ένα θεμελιώδες για τους συνεπείς μαρξιστές ερώτημα:
Ποια ήταν η σχέση των δυνάμεων, που κινήθηκαν μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες, στοχεύοντας στην ανατροπή του σοσιαλισμού, με τα μέσα παραγωγής και τον παραγόμενο πλούτο και αν οι διαπιστωμένες παρεκκλίσεις και αδυναμίες στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού επέτρεψαν να δημιουργηθεί εκμεταλλευτική «τάξη» που είχε συμφέρον να τον ανατρέψει.
Η απάντηση στο ρώτημα αυτό δεν έχει απλά ιστορική αξία, αλλά πιστεύω, πως μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών της σοσιαλιστικής κοινωνίας που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε.
Με την ελπίδα πως το επόμενο συνέδριο θα βρει το ΚΚΕ να μάχεται από καλύτερα μετερίζια, εύχομαι να είναι καρπερό και μεστό το 17ο Συνέδριο του.
Μάνος Κανάκης
Σκύδρα