«Η γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της» |
Το έργο, μεταφρασμένο γλαφυρά (Μαρία Ματσούκα - Μπέικερ), αφαιρετικό σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια (Χριστίνα Κωστέα), ατμοσφαιρικά φωτισμένο (Φίλιππος Κουτσαφτής), με μουσική επιλογή, ανάλογη του θέματος και του ανάλαφρου ύφους του έργου (Κώστας Θωμαΐδης), σκηνοθετήθηκε με χιουμοριστική και γοργόρυθμη ελαφράδα από τον Γιάννη Μπέζο. Ο Μπέζος έχει αποδείξει πολλές φορές το μεγάλου εύρους, ευελιξίας και μεταμορφωσιμότητας υποκριτικό ταλέντο του. Ομως και ένας τόσο ταλαντούχος κινδυνεύει από τις ευκολίες και τη μανιέρα του - ιδίως τις τηλεοπτικές - αν δεν τις καταπολεμά συστηματικά. Η ερμηνεία του σ' αυτή την παράσταση είναι κατάφορτη από τις τηλεοπτικωμικές ευκολίες του, όπως και της Τζόυς Ευείδη. Μόνον η Ναταλία Τσαλίκη προσέγγισε με φυσικότητα, απλότητα και αλήθεια το θυμό, την πίκρα, τη μοναξιά, αλλά και την αξιοπρέπεια της εγκαταλειμμένης συζύγου.
«Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μία ώρα» |
Οι Αγγλοι συγγραφείς του έργου, έχοντας αγάπη αλλά και γνώση, όλου του σαιξπηρικού (δραματικού και κωμικού) έργου και ξέροντας ότι το θεατρόφιλο αγγλικό κοινό, λίγο έως πολύ είναι εξοικειωμένο αν όχι με όλο το έργο, τουλάχιστον με τα αριστουργήματα του μεγάλου ελισαβετιανού ποιητή, έγραψαν ένα άκρως παιγνιώδες έργο θεάτρου μέσα στο θέατρο. Μια έξυπνη, εύστροφη, χιουμοριστική συρραφή σχολιαστικών αναφορών, αλλά και σύνοψης κορυφαίων σκηνών από 38 δράματα και κωμωδίες του Σαίξπηρ. Ενα παζλ σαιξπηρικών έργων και ρόλων, το οποίο αυτοσχεδιάζοντας συνθέτει επί σκηνής ένα «μπουλούκι» τεσσάρων «ψωνισμένων» με τον Σαίξπηρ θεατρίνων. Ουσιαστικά οι συγγραφείς έγραψαν ένα σκηνικό παιχνίδι, το οποίο αν πέσει στα χέρια ενός σκηνοθέτη, ο οποίος όπως ο Κ. Αρβανιτάκης έχει ταλέντο, ευρηματική φαντασία, αλλά και αναγνωρίζει και πιστεύει στην καταλυτική δύναμη του ηθοποιού, αποτελεί τελικώς ύμνο για την τέχνη του ηθοποιού.
«Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» |
Το θέατρο «Βεάκη» ανέβασε το έργο του Ισπανού δραματουργού Αλεσάντρο Κασόνα «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια», το οποίο πρωτοπαίχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από το θίασο Β. Διαμαντόπουλου - Μ. Αλκαίου και αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό κοινό. Σήμερα, εποχή σκληρότητας, ηθικής διάβρωσης, διάλυσης των οικογενειακών δεσμών, ατομικιστικής πορείας και μοναξιάς όλο και περισσότερων ανθρώπων, «μεταμοντερνιστικής» περιφρόνησης των ανθρωπιστικών παραδόσεων της κοινωνίας, αλλά και της τέχνης, μπορεί κάποιοι να θεωρούν «γερασμένο» το έργο του Κασόνα. Κι όμως, το έργο αυτό θα αντέχει, όχι μόνο γιατί είναι ευφάνταστα και μαστορικά γραμμένο, με ισόρροπες δόσεις δραματικότητας και χιούμορ, αλλά και γιατί δε χάθηκαν οι άνθρωποι που αποζητούν δημιουργήματα που αποπνέουν ευγένεια, ήθος, τρυφερότητα, ανθρωπιά, όπως το έργο του Κασόνα. Θραμμένος με τα οράματα του λαϊκού, αριστερού κινήματος της Ισπανίας, με τις μακραίωνες λαϊκές ρίζες του ισπανικού θεάτρου, με τα θεατρικά «κειμήλια» του Λόπε ντε Βέγκα και του Καλντερόν, με τη σκληρά συμβολική θεατρική ποίηση του Βάλλιε Ινκλάν και το λυρικό μεγαλείο της ποίησης και δραματουργίας του συγκαιρινού του Λόρκα, ο Κασόνα, μέσα από ένα ποιητικά ρεαλιστικό οικογενειακό δράμα, μιλά για την αέναη και αναγκαία πάλη του καλού ενάντια σε κάθε μορφή του κακού. Της αγάπης ενάντια στο μίσος, της ηθικής ενάντια στην αήθεια, της αλήθειας ενάντια στο ψέμα, της γενναιόδωρης προσφοράς ενάντια στην αχαριστία, της ανθρωπιάς ενάντια στην απανθρωπιά. Ρεαλιστής και διαλεκτικός ο Κασόνα, ξέρει ότι το κακό δεν είναι αήττητο, αλλά και ότι ο άνθρωπος - φορέας του καλού για να νικήσει το κακό μπορεί να χρειαστεί και να χαθεί ο ίδιος. Ετσι, μέσα από τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων - φορέων του καλού, αλλά και μέσα από το θάνατο του κυριότερου φορέα του καλού, μια χαροκαμένη, πικραμένη από την αχαριστία του άθλιου εγγονού της, αλλά γεμάτη αξιοπρέπεια και αρχοντιά γιαγιά, κορυφώνει με λυρικότητα και έντονη δραματική συγκίνηση το έργο του.
Ο Γιάννης Βούρος απέδωσε και σκηνοθέτησε το έργο με ευαισθησία, δραματικό μέτρο και αίσθηση του χιούμορ. Η παράστασή του διαθέτει ελαφράδα, ρυθμό και ατμόσφαιρα, με τη συμβολή του σκηνικού και των καλαίσθητων κοστουμιών (Χριστίνα Κωστέα), των φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου) και της μουσικής επιμέλειας (Ιάκωβος Δρόσος) και των πολύ καλών ερμηνειών. Ο Ιάκωβος Ψαρράς πλάθει έναν τρυφερότατο αλλά και δυναμικό παππού. Η Εβελίνα Παπούλια μια μοναχική, μελαγχολική, με έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη κοπέλα. Ο Γιάννης Βούρος έναν «επαγγελματία» διασώστη πληγωμένων ψυχών, που κι αυτός αποζητά τη «δωρεά» της αγάπης. Η Ανδριανή Τουντοπούλου με λαϊκή αμεσότητα και αλήθεια ερμηνεύει την καλόψυχη υπηρέτρια. Η γόνιμη ερμηνεία του Χρήστου Ευθυμίου μεγεθύνει το μικρό ρόλο του. Η ερμηνεία που «κλέβει» την παράσταση είναι της Μάρθας Βούρτση, η οποία πλάθει υπέροχα, με δραματικότητα αλλά και με εξαιρετικό χιούμορ μιαν υπέροχη αρχόντισσα, περήφανη, πανέξυπνη γιαγιά, πονεμένη αλλά και αποφασισμένη να «χτυπήσει» το κακό, έστω και πεθαίνοντας.