Το κύριο βάρος της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ δίνεται στην κατάρτιση κι η κυβέρνηση σπεύδει να εφαρμόσει αυτές τις κατευθύνσεις μεταβάλλοντας την κατάρτιση στο κύριο σύστημα «εκπαίδευσης». Και, βέβαια, όταν λένε κατάρτιση εννοούν τη μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων χωρίς το επιστημονικό τους υπόβαθρο, οι οποίες έχουν κάποια χρηστική αξία στην παραγωγή σε δεδομένη χρονική περίοδο αλλά απαξιώνονται γρήγορα, και το βάρος της «επανακατάρτισης» που καθίσταται αναγκαία σ' αυτή την περίπτωση πέφτει στις πλάτες των καταρτιζόμενων. Γι' αυτό, στη λογική ότι «η οικονομία κινείται γρήγορα» και «τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς», γίνεται προσπάθεια να δοθεί το κύριο βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην κατάρτιση και στην άτυπη εκπαίδευση.
Στο νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι όροι εκπαίδευσης, κατάρτισης κτλ., κι ορίζεται ως «Διά βίου Εκπαίδευση»: «Κάθε διαδικασία απόκτησης γνώσης, γενικής και επιστημονικής, η οποία αναλαμβάνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου με σκοπό την απόκτηση ή τη βελτίωση γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, τόσο στο πλαίσιο διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας όσο και στο πλαίσιο εισόδου στην απασχόληση». Η «Διά βίου Κατάρτιση», σύμφωνα πάντα με το νομοσχέδιο, διαφέρει από τα παραπάνω ως προς το ότι αφορά σε «διαδικασία εξειδικευμένης μόρφωσης», στα πλαίσια «συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας», ενώ ως ξεχωριστός από τους δυο παραπάνω παρουσιάζεται ο όρος «επιμόρφωση επαγγελματιών», που έχει σκοπό την «επικαιροποίηση των γνώσεών τους».
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η «Διά βίου Εκπαίδευση» δεν υπηρετεί τις ανάγκες επιμόρφωσης (αφού η επιμόρφωση αναφέρεται ως κάτι διαφορετικό) αλλά την εκπαίδευση που θα είναι απαραίτητη στους αποφοίτους για να αλλάζουν επάγγελμα δυο και τρεις φορές στη ζωή τους. Οσο για την «εξειδικευμένη μόρφωση» που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τι είναι κατάρτιση, είναι μάλλον παραπλανητικός όρος αφού δεν αφορά σε επιστημονική ολοκληρωμένη ειδίκευση (ειδικός = ειδήμονας, επιστήμονας), αλλά σε αποσπασματικές, αναλώσιμες δεξιότητες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προγράμματα «διά βίου εκπαίδευσης» και τα προγράμματα «διά βίου κατάρτισης» διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς την ονομασία, συγκροτούνται από διδακτικές ενότητες που δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τις 250 ώρες διδασκαλίας κι η διδασκαλία μπορεί να πραγματοποιείται ακόμα και τις νυχτερινές ώρες, τα Σάββατα, τις αργίες, τις θερινές διακοπές. Η διάρκεια των προγραμμάτων και το σπάσιμό τους σε διδακτικές ενότητες αποδεικνύουν ότι πρόκειται για σκόρπιες αποσπασματικές γνώσεις κι όχι για ολοκληρωμένη εκπαίδευση. Τα προγράμματα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από σεμινάρια, που οδηγούν σε πιστοποιητικά ανάλογα με τη διάρκειά τους: α) Μέχρι 50 ώρες σε Πιστοποιητικό Επιμόρφωσης, β) μέχρι 175 ώρες σε Πιστοποιητικό Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης/Κατάρτισης και γ) μέχρι 250 ώρες σε Πιστοποιητικό Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης/Κατάρτισης.
Από την αρχή ξεκαθαρίζεται, επίσης, ότι οι φορείς παροχής τέτοιων προγραμμάτων μπορεί να είναι είτε ιδιωτικοί είτε δημόσιοι (π.χ., ιδιωτικά ΙΕΚ), ενώ για το συντονισμό των διαφόρων προγραμμάτων ιδρύεται με το εν λόγω νομοσχέδιο «Επιτροπή Διά βίου Μάθησης», υπό την προεδρία της υπουργού και με τη συμμετοχή διαφόρων στελεχών του υπουργείου Παιδείας. Στα «ψιλά γράμματα» των μεταβατικών διατάξεων του νομοσχεδίου, μάλιστα, αναφέρεται ότι με απόφαση της υπουργού μπορούν «να ορίζονται κι άλλοι Φορείς Παροχής Διά Βίου Εκπαίδευσης» πέραν των όσων αναφέρονται στο νομοσχέδιο, δηλαδή δεν είναι απίθανο να δούμε και επιχειρήσεις να πιστοποιούνται ως τέτοιοι φορείς.
Με το νέο νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα να δημιουργηθεί σε κάθε πανεπιστήμιο και ΤΕΙ από ένα «Ινστιτούτο Διά βίου Εκπαίδευσης» (ΙΔΒΕ), το οποίο θα είναι αρμόδιο για την οργάνωση και λειτουργία των προγραμμάτων διά βίου εκπαίδευσης του οικείου ιδρύματος. Τα προγράμματα των ΙΔΒΕ θα απευθύνονται σε αποφοίτους πανεπιστημίων και ΤΕΙ (άρ. 2 παρ. 2), πράγμα που σημαίνει ότι το πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης υποβαθμίζεται τόσο ώστε ο απόφοιτος θα έχει ανάγκη από διαρκείς επανακαταρτίσεις στη διάρκεια της ζωής του, όπως ακριβώς κι ο απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα ΙΔΒΕ έρχονται να αντικαταστήσουν τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ), που είχαν κριθεί πολλές φορές αντισυνταγματικά και στόχος του εγχειρήματος είναι να δοθεί στο σύστημα κατάρτισης κύρος, μέσω της ανάληψης αυτής της διαδικασίας από τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Σχετικά με όποια ΠΣΕ λειτουργούν μέχρι σήμερα, αναφέρεται στο νομοσχέδιο ότι θα διακόψουν τη λειτουργία τους στο τέλος του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους.
Τα οικεία ιδρύματα θα χρηματοδοτούν τα ΙΔΒΕ με κονδύλια που θα παίρνουν από ειδικό κωδικό του τακτικού προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας, αλλά αυτή η χρηματοδότηση θα συμπληρώνεται από δίδακτρα που θα πληρώνουν οι φοιτητές, «ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα και από διεθνείς οργανισμούς», δηλαδή απευθείας χρηματοδότηση από επιχειρήσεις ή κι από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και «έσοδα από εκπόνηση μελετών και εκτέλεση ερευνητικών έργων που αφορούν τη διά βίου εκπαίδευση», δηλαδή εμπορική δραστηριότητα των ίδιων των Ινστιτούτων. Παράλληλα, θα χρηματοδοτούνται από τον Ειδικό Λογαριασμό του οικείου ιδρύματος, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης χρηματοδότηση από ιδιώτες.
Τα «μαγαζιά» αυτά των ΑΕΙ και των ΤΕΙ θα υπόκεινται σε εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση. Η εξωτερική αξιολόγηση «διενεργείται περιοδικά, ανά τέσσερα έτη, από φορέα αξιολόγησης, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν ανοιχτού διαγωνισμού» υπό την ευθύνη του οικείου ιδρύματος. Δηλαδή, μπορεί να δούμε ακόμα και επιχειρήσεις να αξιολογούν απευθείας τα προγράμματα.
Κριτήρια αξιολόγησης των προγραμμάτων των ΙΔΒΕ θα είναι, μεταξύ άλλων, η «ζήτηση» για τα προγράμματά τους, το επίπεδο, η προέλευση και η γνώμη των εκπαιδευομένων σε αυτά, η γνώμη αποφοίτων και διδασκόντων, καθώς και «η γνώμη των φορέων απασχόλησης των αποφοίτων για την αποτελεσματικότητα των Προγραμμάτων», δηλαδή η γνώμη των εργοδοτών και των επιχειρήσεων για το αν τους κάνουν οι «γνώσεις» που θα αποκτούν οι απόφοιτοι. Αναφέρεται, δε, ρητά ότι η εξωτερική αξιολόγηση ενός προγράμματος μπορεί να οδηγεί ακόμη και στην οριστική διακοπή της λειτουργίας του. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις θα παραγγέλνουν κι ανάλογα θα χρηματοδοτούν ή θα οδηγούν σε κλείσιμο τα συγκεκριμένα προγράμματα.
Αυτή η σχέση των ΙΔΒΕ με τις επιχειρήσεις θα αποτελέσει δέλεαρ και «κράχτη» για αντίστοιχες δραστηριότητες των ΑΕΙ και ΤΕΙ, πολλά από τα οποία οδηγούνται λόγω της υποχρηματοδότησης να ψάχνουν για ιδιωτικούς φορείς που θα τα χρηματοδοτούν μέσα από διάφορες φόρμουλες.
Τέλος, από το άρθρο 10 (παρ. 4 και 5) του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται ότι τα ΙΔΒΕ θα λειτουργούν με εκπαιδευτικό προσωπικό των οικείων πανεπιστημίων ή ΤΕΙ, που θα λαμβάνει γι' αυτή τη δουλιά υπερωριακή αποζημίωση, πράγμα που προκαλεί ερωτήματα καθώς υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις ΔΕΠ στα πανεπιστήμια και κυρίως ΕΠ στα ΤΕΙ.
Ολη αυτή η δραστηριότητα των ΙΔΒΕ είναι φανερό ότι δεν έχει καμιά σχέση με την ανάγκη συνεχούς επιστημονικής επιμόρφωσης για το σύνολο του επιστημονικού δυναμικού.