Ο επεκτατικός πόλεμος, τα δολερά μέσα και τα υπερόπλα που χρησιμοποιεί ο εισβολέας για την κατάκτηση μιας χώρας, είναι όχι μόνο το «φόντο», αλλά η αιτία του προσωπικού δράματος του Φιλοκτήτη, στην ομώνυμη σοφόκλεια τραγωδία, την οποία παρουσίασε στην Επίδαυρο το ΔΠΘ Λάρισας ή άλλως «Θεσσαλικό Θέατρο». Φυσικά, ο Σοφοκλής δεν έχει την πολιτική, ρεαλιστική κριτική «ματιά» του Ευριπίδη. Δεν αλληγορεί κατά του πολέμου. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το βαθύτερο αίτιο του δράματος του Φιλοκτήτη, στον οποίο έλαχαν τα αήττητα, κατά το μύθο, όπλα του Ηρακλή. Ο Φιλοκτήτης, σακάτης στο πόδι από δάγκωμα φιδιού, εγκαταλείπεται στη Λήμνο από τους Αχαιούς, με σύσταση του αμείλικτου Οδυσσέα. Πάσχοντας αβάσταχτα, μόλις που επιζεί, εξασφαλίζοντας τροφή με τα όπλα του. Καθώς, όμως, ένας «θεϊκός χρησμός» λέει ότι χωρίς τα όπλα του Φιλοκτήτη δε θα πέσει η Τροία, ο Οδυσσέας ξαναγυρίζει στη Λήμνο, μαζί με τον Νεοπτόλεμο, ώστε χρησιμοποιώντας το γιο του φίλου του Φιλοκτήτη, Αχιλλέα, να αρπάξει τα όπλα. Ο Νεοπτόλεμος εφαρμόζει το δολερό σχέδιο του Οδυσσέα. Ο Νεοπτόλεμος κερδίζει τη φιλία του Φιλοκτήτη, ο οποίος δίνει στον Νεοπτόλεμο τα όπλα του, για να τα φυλάξει μέχρι να περάσει μια οδύνη του ποδιού του. Ο Νεοπτόλεμος φεύγει με τα όπλα, αλλά μετά από κρίση συνειδήσεως επιστρέφει ως αληθινός φίλος στον πάσχοντα, του παραδίδει τα όπλα και τον πείθει να συμπράξει στη νέα εισβολή, αφού μόνο με τον Φιλοκτήτη θεραπευμένο και τα όπλα του θα κατακτηθεί η Τροία.
Ο Γιάννης Ιορδανίδης, σκηνοθετώντας για πρώτη φορά μια τραγωδία και νιώθοντας τη σοβαρότητα του εγχειρήματος, αξιοποίησε με περίσκεψη, προσοχή και σεβασμό τα διδάγματα της ερμηνευτικής μας παράδοσης στο αρχαίο δράμα, επέλεξε ως σίγουρο «οδηγό» την όμορφη, αλλά και ανεπιτήδευτη, καθάριου ρεαλισμού μετάφραση του Τάσου Ρούσσου και σκηνοθετικά απέφυγε και τον στείρο ακαδημαϊσμό και ανόητους «νεωτερισμούς». Δεν του έλειψε, όμως, και μια εκσυγχρονιστικά ρεαλιστική τόλμη παραπομπής στους σύγχρονους πολέμους, εκφρασμένη ιδιαίτερα από το ενδιαφέρον μεταλλικό σκηνικό (Αγγελος Αγγελής), τα στρατιωτικά κοστούμια του Χορού (Αγνή Ντούτση), τη λεπτοδουλεμένη, «στρατιωτικά» νευρώδη, χορογραφία (Ισίδωρος Σιδέρης), το «εμπόλεμο» κλίμα των ρυθμών και ηχοχρωμάτων της μουσικής (Γιώργος Χριστιανάκης) και των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου. Το σεμνό, αλλά καλό και στέρεο σκηνοθετικό αποτέλεσμα στηρίχτηκε υποκριτικά από όλους τους ηθοποιούς, και βέβαια από τους ερμηνευτές των πρωταγωνιστικών ρόλων. Από τον έμπειρο, άξιο, αρμόζοντα για το ρόλο του Οδυσσέα (αλλά κάπως στομφώδη) Γιώργο Κέντρο. Τον πρωτόπειρο, αλλά πολλά υποσχόμενο για το αρχαίο δράμα, με ικανότατα εκφραστικά μέσα και εντυπωσιακή παρουσία, Βασίλη Ρισβά. Η σκηνοθεσία, όμως, «ευλογήθηκε» με την έξοχης, υποδειγματικής λιτότητας και βαθύτατης αλήθειας ερμηνεία - μια μεγάλη ερμηνεία - του Νικήτα Τσακίρογλου.