«Οσκαρ» στο «Ιλίσια-Βολανάκης» |
«Ευαίσθητη ισορροπία» στην «Αθηναΐδα» |
Το να μιλάς για τον αναπόφευκτο, επερχόμενο θάνατο ενός ανθρώπου, ιδιαίτερα το να μιλάς για το αδόκητο θάνατο ενός αθώου και τρυφερού πλάσματος, ενός μικρού παιδιού που χτυπιέται από μια θανάσιμη αρρώστια, όπως ο καρκίνος, είναι κάτι αβάσταχτα θλιβερό. Πώς να αντέξεις, πώς να αποδεχτείς, πώς να πεις μια τέτοια αδικία, αδικία ενάντια στην ίδια τη ζωή... Πώς να μην ουρλιάξεις από πόνο, πώς να μην αναλυθείς σε λυγμούς μπροστά σε ένα τέτοιο δράμα, πώς να αποφύγεις τη μελοδραματική περιγραφή του... Και, προπάντων, πώς να διαφυλάξεις - και στη σκέψη του ακροατή - το δικαίωμα κάθε πάσχοντος ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, να χαίρεται και να γεύεται, κατά το δυνατόν, το γεγονός της ζωής;
Ο συγγραφέας Ερικ Εμάνουελ Σμιτ βρήκε ένα βαθιά ουμανιστικό και παρηγορητικό τρόπο για να μιλήσει, με το έργο του «Οσκαρ», για το θάνατο ενός μικρού καρκινοπαθούς αγοριού. Ο μυθοπλαστικός τρόπος του Σμιτ είναι η αγάπη, με όχημα τη φαντασία, το όνειρο, το παιχνίδι και, προπαντός, το χιούμορ. Ο μικρός Οσκαρ περνά τις τελευταίες και πιο δύσκολες μέρες της ζωής του στο νοσοκομείο, με την καθημερινή συντροφιά μιας εθελόντριας, μοναχικής ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα με αυτή την προσφορά της δίνει ένα σημαντικό, ανθρωπιστικό νόημα στη μοναχική ζωή της και καθιστά χρήσιμα τα γηρατειά της. Με την τεράστια τρυφερότητά της, τις φανταστικές ιστορίες που διηγείται στο παιδί, με το χιούμορ της, τα παιχνίδια που παίζει με το παιδί, με τη χαρά της ζωής που του μεταδίδει, του προσφέρει χαρά, το βοηθά ψυχολογικά, τόσο καλά που το «μυεί» στη συνειδητοποίηση της κατάστασής του, στην αξιοπρεπή και λογική αποδοχή του γεγονότος του θανάτου και στην ήρεμη, σαν σε όνειρο «αποχώρησή» του.
Το έργο, μεταφρασμένο και διασκευασμένο με αίσθηση του χιούμορ από την Μιμή Ντενίση, ευτύχησε στα σκηνοθετικά και ερμηνευτικά χέρια του Δημήτρη Λιγνάδη. Ο Δ. Λιγνάδης, ηθοποιός ασκημένος και άξιος για κλασικά έργα και μεγάλους δραματικούς ρόλους, αποδεικνύει τα τελευταία χρόνια και το σκηνοθετικό του τάλαντο, την υποκριτική του ελευθερία και ευλυγισία αλλά και μια πλούσια, χυμώδη, γεμάτη χάρη, ευαισθησία και μεταμορφωτική ικανότητα κωμική φλέβα. Η σκηνοθεσία του, με τη λειτουργική, ευφάνταστη σκηνογραφική και ενδυματολογική συμβολή της Ελλης Γεωργακοπούλου, τους ανάλογους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρη, τη μελαγχολία της μουσικής και των στίχων του Γιώργη Χριστοδούλου, πρόβαλε την τρυφερότητα του έργου και το δίδαγμα του έργου. Η παράστασή του, και προπαντός η έξοχη, παιγνιώδης, έμμεσα δραματική ερμηνεία του - κράμα παιδικότητας, μεγάλης και μεταμορφώσιμης εκφραστικότητας, κινησιολογικής χάρης, πληθωρικής κωμικότητας και πικρού χιούμορ - γλυκαίνουν την ψυχή του θεατή, τον κάνουν να γελά και να κλαίει ταυτοχρόνως. Πλάι του, ισάξια συμπαίκτριά του, με χάρη, χιούμορ και τρυφερότητα στάθηκε η Τζένη Ρουσσέα.