Με ρυθμό 14,5% αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα το τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη του 2000, ως προς το αντίστοιχο περσινό διάστημα, φτάνοντας τα 2,6 τρισ. δραχμές
Με ξέφρενους ρυθμούς συνεχίζεται η κυβερνητική φοροεπιδρομή κατά των λαϊκών στρωμάτων, καθώς τα κρατικά έσοδα το τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη 2000 παρουσίασαν συνολική αύξηση 14,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 1999. Από 2.234 δισ. δραχμές πέρσι, έφτασαν τα 2.558 δισ. Το ποσό αυτό είναι κατά 225 δισ. δραχμές μεγαλύτερο από τους στόχους. Πρόκειται για το περιβόητο «πλεόνασμα» που εκμεταλλεύτηκε προεκλογικά η κυβέρνηση υποστηρίζοντας - ψευδώς - ότι θα χρησιμοποιήσει για... κοινωνικές παροχές. Στην πραγματικότητα βέβαια, αν υπάρξουν πλεονάσματα στο τέλος του χρόνου, αυτά θα χρησιμοποιηθούν για τη μείωση του τεράστιου χρέους.
Η μεγάλη αυτή αύξηση των εσόδων, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση των εργαζομένων των μικρών εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων, κάτι που εξασφαλίστηκε κυρίως με τους αντιλαϊκούς φορολογικούς νόμους του 1997 και του 1998. Αντίθετα η μέχρι τώρα συμβολή του Χρηματιστηρίου από τη φορολογία των συναλλαγών - αν και δεν υπάρχουν στοιχεία - πρέπει να θεωρείται αρκετά μικρή λόγω της μεγάλης πτώσης του χρηματιστηριακού τζίρου στο διάστημα αυτό. Μικρή επίσης θα πρέπει να θεωρείται και η συμβολή της φορολογίας των λοιπών κινητών αξιών (κρατικοί τίτλοι, αμοιβαία κεφάλαια, ρέπος), την οποία υπονόμευσε η ίδια η κυβέρνηση. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η υπερφορολόγηση αυτή επιτυγχάνεται παρά τις επίσημες κυβερνητικές ομολογίες που διατυπώθηκαν μέσω της έκθεσης πεπραγμένων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, ότι στην Ελλάδα, μέσω των παράκτιων εταιριών (offshore) συντελείται μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και στις αγοραπωλησίες ακινήτων στις ακριβές περιοχές της Αττικής.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη 2000: