«True west» στο «Θέατρο Τέχνης» |
Σαν «ατσάλι», δυνατά, συνταρακτικά «χτυπά» τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή το έργο της - άγνωστης μέχρι τώρα στο ελληνικό θέατρο - Ρόνα Μουνρό «Ατσάλι». Το έργο βυθομετρά την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, που σε μια φαινομενικά ανεξήγητη κρίση της μπορεί να σκοτώσει ακόμα και αγαπημένο πρόσωπο. Η ψυχική άβυσσος εδώ μορφοποιείται με μια κατάδικο σε γυναικεία φυλακή. Μια «καταραμένη» ψυχή, η οποία, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, σε μια στιγμή παραζάλης του μυαλού και της ψυχής της σκότωσε τον άντρα της, παρότι πολύ αγαπούσε, ορφανεύοντας και το κοριτσάκι της. Μεγάλη πια η κόρη, αναζητώντας ελαφρυντικά για αναψηλάφηση της δίκης και αποφυλάκιση της μάνας της, την επισκέπτεται στη φυλακή, δένεται συναισθηματικά μαζί της και «σκαλίζει» τη ζωή της για να δικαιολογηθεί η πράξη της. Εξήγηση και δικαιολογία δεν υπάρχει. Εξάλλου, ούτε η φόνισσα θέλει την αποφυλάκισή της. Μόνο στη φυλακή, προσμένοντας και επιδιώκοντας το θάνατό της μπορεί να καθαρθεί η τραγική ψυχή της.
«Ατσάλι» στο «Απλό Θέατρο» |
Το «Θέατρο Τέχνης» εγκαινίασε τις συνεργασίες του με καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν προέρχονται από τα «σπλάχνα» του, ανεβάζοντας στο «Υπόγειο» το σπουδαίο έργο του Σαμ Σέπαρντ «True West» («Αληθινή Δύση»), σε μετάφραση και σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Οπως όλα τα έργα του Σέπαρντ, που αποκαλύπτουν ποικίλες πλευρές του απατηλού «αμερικάνικου ονείρου», έτσι και αυτό το έργο του αποτελεί έναν πολυπρισματικό «καθρέφτη» της αμερικανικής κοινωνίας, και ταυτόχρονα, μια έμμεση κριτική για το βλαβερό ρόλο που έχει παίξει ο χολιγουντιανός κινηματογράφος στην αμερικανική κοινωνία. Μια κοινωνία - «άγρια δύση», που διαλύει οικογένειες και αποξενώνει τα μέλη της, καταρρακώνει τις ανθρώπινες και κοινωνικές αξίες, συνθλίβει τα όνειρα του ανθρώπου, αχρηστεύει τις δημιουργικές του δυνάμεις, τον απελπίζει, τον μετατρέπει σε έρημο, άγριο ή φοβισμένο «ζώο», σε θύτη ή θύμα της. Κεντρικά πρόσωπα του έργου είναι δυο μοναχικοί άντρες, δυο αδέλφια μιας διαλυμένης οικογένειας. Ο μεγάλος αδελφός, ατίθασος από παιδί, κυνηγημένος για μια νεανική βίαιη πράξη του, εξαφανισμένος επί πολλά χρόνια, πλάνητας, άστεγος και άνεργος, μια μέρα απρόσμενα «εισβάλλει» στο σπίτι που άφησε η μητέρα τους, όπου, έρημος, επίσης, ζει ο μικρότερος αδελφός. Αυτός ονειρεύεται και προσπαθεί να καταξιωθεί σαν σεναριογράφος ποιοτικών ταινιών. Ο «εισβολέας» αδελφός, σε μια απελπισμένη προσπάθειά του να επιζήσει, να βρει ένα αποκούμπι, έναν τρόπο να βγάλει λεφτά, δεν προβάλλει μόνο το «κληρονομικό» συνδικαίωμά του στο σπίτι της μητέρας τους. Παρεμβαίνει και διεκδικεί «συμμετοχή» του στη δουλιά του αδελφού του. Αγράμματος, θραμμένος αλλά και διαπλασμένος με τις «άγριες», γεμάτες βία, χολιγουντιανές ταινίες, παρεμβαίνει, ασκώντας ψυχολογικό, κυρίως, εκβιασμό, στη δουλιά του αδελφού του. Προσπαθεί να πουλήσει «ιδέες» για σενάρια, γεμάτα περιπέτειες, βία και σκληρότητα, στα πρότυπα των ταινιών που τον «έθρεψαν», αντλημένες από τα βιώματά του και από το βαθύτατα τραυματικό ψυχοδιανοητικό του «κόσμο». Οσο κι αν ο μεγάλος αδελφός παλεύει για μια θέση στη ζωή, και ο μικρότερος δέχεται να τον βοηθήσει, ο ιμπρεσάριος τους «πουλά». Το απατηλό «αμερικάνικο όνειρο» αποδείχνεται ισχυρότερο και, τελικά, οδηγεί και τα δυο αδέλφια στο περιθώριο της ζωής.
Ο Δ. Μαυρίκιος, με συμπαραστάτη την εικαστική ιδέα και τα κοστούμια του Γιώργου Ζιάκα, το λιτό, ευπροσάρμοστο σκηνικό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη, τους σκιερούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, που συμβολίζουν τις «σκιές» του ψυχισμού των προσώπων, με την εκφραστική κίνηση που δίδαξε η Βάλια Μπαφαλούκα, έστησε μια πολύ ενδιαφέρουσα, υποδόρια δραματική παράσταση. Μια παράσταση, κινηματογραφικής αισθητικής και ρυθμών, αλλά και με προβολή πλάνων από χολιγουντιανές ταινίες, προσαρμοσμένων σκηνικά από τον Αρη Μπαφαλούκα. Η παράσταση στηρίχτηκε και στις καλές ερμηνείες. Την πληθωρικά εξωστρεφή και ψυχολογικά και κινησιολογικά νευρώδη του Νίκου Καραθάνου. Την ουσιαστικά εσωτερική του Γιάννη Κότσιρα. Και τις λιτές, μετρημένες ερμηνείες του Γιάννη Ζαβραδινού και της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη.