Η έκθεση αυτή αφού πρώτα διαπιστώνει, ότι τα ποσοστά ανεργίας όχι μόνο δεν υποχωρούν αλλά αυξάνονται, ότι τα ποσοστά φτώχειας είναι υψηλά, στη συνέχεια και με πρόσχημα την καταπολέμηση των φαινομένων αυτών προτάσσει την παραπέρα αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη γενίκευση των ευέλικτων μορφών εργασίας και του δουλεμπορίου των εργαζομένων. Επισημαίνει δε ότι τα μέτρα πρέπει να συνοδευτούν από διαδικασίες «κοινωνικού διαλόγου» και «κοινωνικής ενσωμάτωσης» προκειμένου να αποσπαστεί η συναίνεση των εργαζομένων σε αυτή την αντεργατική πολιτική. Εδώ αναδεικνύονται και οι μεγάλες ευθύνες των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, οι οποίες εν γνώσει τους συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες νομιμοποιώντας και στηρίζοντας αυτές τις πολιτικές.
Λόγος λήψης αυτών των μέτρων, όπως και η ίδια η έκθεση σημειώνει, είναι η εξασφάλιση «της ορθής μεταφοράς και εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου», το οποίο «διασφαλίζει ένα πλαίσιο θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».
Η Κομισιόν στην έκθεση, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχειας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ρυθμοί εφαρμογής των αντεργατικών μέτρων πρέπει να ενταθούν. Λέει, για παράδειγμα, ότι για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών πρέπει «να ενθαρρυνθούν ιδιαίτερα η μερική και η ευέλικτη απασχόληση». Παραπέρα θεωρεί απαραίτητη την αύξηση της απασχόλησης «μεγαλυτέρων σε ηλικία εργαζομένων και καθυστέρησης της εξόδου από την αγορά εργασίας μέσω της παράτασης του επαγγελματικού βίου». Ακόμα, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει ως απαραίτητη τη γενίκευση του δουλεμπορίου των εργαζομένων σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ, σημειώνοντας ότι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει πολιτική συμφωνία για την έκδοση οδηγίας που θα εξασφαλίζει τη θεσμοθέτηση των εταιριών ενοικίασης εργαζομένων «στις χώρες εκείνες όπου ισχύουν περιορισμοί για την απασχόληση των εργαζομένων σε εταιρίες προσωρινής απασχόλησης».
Ακριβώς επειδή αυτά τα μέτρα εντέλει συντελούν στην αύξηση της φτώχειας και της πραγματικής ανεργίας η έκθεση προτάσσει ως απαραίτητη τη διαδικασία της κοινωνικής ενσωμάτωσης με στόχο την άμβλυνση των αντιδράσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για διαχείριση της φτώχειας και της ανεργίας. Για παράδειγμα, η μερική απασχόληση εκτός από το να δίνει τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να χρησιμοποιεί τους εργαζόμενους όποτε και όπως τους θέλει, ταυτόχρονα μοιράζει μία θέση εργασίας σε δύο και τρία άτομα που με τα λίγα ψίχουλα που παίρνουν καλούνται να συμπληρώσουν το εισόδημα της οικογένειας ώστε να μπορούν να επιβιώνουν. Χαρακτηριστικά η έκθεση αναφέρει ότι «η οικονομική ευημερία ενός ατόμου εξαρτάται από το άθροισμα όλων των πόρων που παρέχονται από όλα τα μέλη του νοικοκυριού στο οποίο ανήκει». Η αντίληψη αυτή ισχυρίζεται ότι δε θα πρέπει πλέον το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων να μετράται με βάση τους μισθούς τους αλλά με βάση την κατάσταση της οικογένειας στην οποία εντάσσεται ο καθένας και κατά πόσο τα μέλη της μπορούν ο ένας να θρέψει τον άλλον.
Στο πέρασμα αυτών των μέτρων μεγάλη σημασία για την Κομισιόν και την ΕΕ παίζει η συμμετοχή των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων. Με άλλα λόγια, των συμβιβασμένων κυβερνητικών και εργοδοτικών συνδικαλιστών που, υποτίθεται στο όνομα της εκπροσώπησης των συμφερόντων των εργαζομένων, συναινούν στο πέρασμα των αντεργατικών επιλογών. Γι' αυτό και η Κομισιόν χαιρετίζει στην έκθεση αυτή τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων που «διαμόρφωσαν προκαταρκτικούς προσανατολισμούς», οι οποίοι «περιλαμβάνουν την αποτελεσματική συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση της αλλαγής και οι οποίοι είναι χρήσιμοι ως βάση για περαιτέρω εργασίες σχετικά με το ζήτημα αυτό». Ενώ σε άλλο σημείο της έκθεσης σημειώνεται ότι τον προηγούμενο Μάρτη εγκρίθηκε η θέσπιση τριμερούς κοινωνικής συνόδου που θα πραγματοποιείται κάθε χρόνο πριν από το Εαρινό Συμβούλιο και θα συμβάλλει «στην αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας».