Σωρεία αντιδασικών ρυθμίσεων
Η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου για να «αποδείξει» ότι η ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος, περί του ορισμού του δάσους, «χρήζει αποσαφήνισης και εξειδίκευσης», επικαλείται μία απόφαση κάποιου Διοικητικού Πρωτοδικείου επαρχιακής πόλης της χώρας (!!!), η οποία εκδόθηκε επί προσφυγής κατά απόφασης κατεδάφισης κτίσματος που είχε ανεγερθεί σε δασική έκταση, από το σκεπτικό της οποίας «προκύπτει γλαφυρή η αναγκαιότητα της εν λόγω εξειδίκευσης». Είναι απορίας άξιο, πώς είναι δυνατόν ένας υπουργός να επικαλείται γνωμοδότηση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να αγνοεί σωρεία αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πιο πρόσφατη την 718/2003 απόφαση του ΣτΕ. Οπου αναφέρεται, συγκεκριμένα και ξεκάθαρα, ότι τόσο η ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος όσο και οι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (τις οποίες έρχεται να αντικαταστήσει η κυβέρνηση με το παρόν νομοσχέδιο) «είναι σύμφωνες με την επιστημονική έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως», με συνέπεια να μη χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης.
Στη δεύτερη και τρίτη παράγραφο του άρθρου 3 επισημαίνεται ότι για να υφίσταται «δασοβιοκοινότητα και δημιουργείται δασογενές περιβάλλον» πρέπει «το εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται εν όλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη να είναι κατ' ελάχιστο 0,3 εκτάρια (3 στρέμματα), με γεωμετρική μορφή κατά το δυνατό αποστρογγυλωμένη ή σε λωρίδα πλάτους τουλάχιστο τριάντα μέτρων...» και «οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή να καλύπτουν τουλάχιστο το είκοσι πέντε τοις εκατό (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους».
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου δίνει τη δυνατότητα ακόμα και οι εθνικοί δρυμοί της χώρας να θεωρηθούν ως «άθροισμα οικοπέδων», όπως πρόσφατα είχε τονίσει ο έγκριτος νομικός Μ. Δεκλερής, πρώην πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ και επίτιμος αντιπρόεδρός του.
Οσο δε για την τρίτη παράγραφο, αξίζει να υπενθυμίσουμε αυτό που ο «Ρ» έχει γράψει αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, ότι η αλλαγή του ποσοστού κάλυψης μιας έκτασης από δασοπονικά είδη, από το 15% στο 25%, είχε περάσει στα «μουλωχτά» από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στην 6η παράγραφο του 1ου άρθρου του νομοσχεδίου «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης», που ψηφίστηκε τον περασμένο Μάη. Η Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής στην εκθεσή της επί του σχεδίου νόμου ήταν ξεκάθαρη: «Το άρθρο 1 παρ. 6 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου προβλέπει την παραχώρηση δημόσιων εκτάσεων εποικιστικών περιοχών που έχουν χαρακτήρα δασικών εκτάσεων, υπό τον όρο της αξιοποίησής τους για γεωργική καλλιέργεια ως προς την έκτασή τους που δεν καλύπτεται από δασική βλάστηση. Ως προς την προτεινόμενη διάταξη, το ΣτΕ με την υπ' αριθμ. 1049/2000 απόφασή του, παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση του Δικαστηρίου, έκρινε ότι η διάταξη του - τροποποιούμενου με το παρόν - άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 1734/1987 δεν εναρμονίζεται με το Σύνταγμα, διότι παρέχεται η δυνατότητα εκχέρσωσης δασικών εκτάσεων, η οποία δε συνδέεται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σε επίπεδο εθνικής οικονομίας...».
Η παράγραφος 16 του πρώτου άρθρου είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στους οικοδομικούς συνεταιρισμούς (σ.σ. με τους οποίους σύμφωνα με τον υπουργό Γεωργίας το παρόν νομοσχέδιο «δε θα ασχολούνταν καθόλου»...) που κατέχουν δάση ή δασικές εκτάσεις. Ακόμα και αν οι εκτάσεις αυτές διατηρήσουν τον υπάρχοντα χαρακτήρα τους και με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, θα μπορούν να τις ανταλλάξουν με άλλες δημόσιες εκτάσεις.
Η παράγραφος 17 του ίδιου άρθρου «ανοίγει ένα ακόμη παράθυρο» αφού δίνεται η δυνατότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα (όπως οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί) που κατέχουν εκτάσεις για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί έως τώρα τελεσίδικες αποφάσεις για τον χαρακτήρα τους, να διεκδικήσουν τώρα «τον χαρακτηρισμό των εκτάσεών τους».
Στο άρθρο 13, στην 6η παράγραφο, σχετικά με τα «διακατεχόμενα δημόσια δάση και δημόσιες δασικές εν γένει εκτάσεις» δίνεται η δυνατότητα στους διακατόχους δασών ή δασικών εκτάσεων να ζητήσουν τη μεταβίβαση σε αυτούς έναντι εξευτελιστικού τιμήματος των εκτάσεων αυτών. Πρόκειται δηλαδή για κυριολεκτική απεμπόληση των δικαιωμάτων του δημοσίου έναντι καταπατητών.
Το ίδιο επιχειρείται και στο άρθρο 14 που αναφέρεται στα «ρητινευόμενα δάση», τα οποία παραχωρούνται με «πλήρη δικαιώματα κυριότητας» για την παραγωγή ξυλωδών προϊόντων και ποιος ξέρει στη συνέχεια, πάντως «διά πάσα επιχειρηματική δραστηριότητα».