Associated Press |
Κατοχικό όχημα φλέγεται μετά από επίθεση της ιρακινής αντίστασης |
Νέες τροποποιήσεις στο σχέδιο απόφασης για τη συμμετοχή και άλλων χωρών στην «ανοικοδόμηση» του Ιράκ φέρεται να εξετάζει η αμερικανική ηγεσία, ενώ ο Πρόεδρος Μπους διατεινόταν ότι η πολιτική του «αποδίδει στο Ιράκ αλλά ο κόσμος δεν μπορεί ακόμη να την αντιληφθεί στο σύνολό της». Οι αμερικανικοί αυτοί ελιγμοί έρχονται μερικά, μόλις, 24ωρα πριν από τη συνάντηση Γερμανίας-Βρετανίας-Γαλλίας στο Βερολίνο για το θέμα, που φαίνεται ότι έχει προκαλέσει δυσφορία στην προεδρεύουσα της ΕΕ, Ιταλία, η οποία δεν κλήθηκε.
Με τον υπουργό Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, και τον ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, συναντήθηκε, χτες, ο Αμερικανός Πρόεδρος, σε μια προσπάθεια, όπως υποστήριζαν ανώνυμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, να εκμαιεύσει κάποιου είδους συναίνεση από τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας στην αμερικανική πρόταση απόφασης για το Ιράκ. Οι ίδιες πηγές υποστήριζαν ότι η Ουάσιγκτον απεργάζεται έναν τρόπο να αναδείξει σε ακόμη «ζωτικότερο» το ρόλο του ΟΗΕ έτσι ώστε να προσεγγίσει τις θέσεις Γαλλίας-Ρωσίας-Κίνας και Γερμανίας, αλλά απέκλειαν το ενδεχόμενο να παραχωρηθεί στον ΟΗΕ «ο ηγετικός ρόλος», όπως οι χώρες αυτές επιδιώκουν.
Την ίδια στιγμή, Βερολίνο-Παρίσι και Λονδίνο προετοιμάζονταν για τη σύνοδο του Σαββάτου. Στη συνάντηση, τελικά, δε θα παραβρεθεί ο Ισπανός πρωθυπουργός, που προσκλήθηκε, αλλά θα ενημερωθεί, την Κυριακή, για τα τεκταινόμενα από τον Βρετανό πρωθυπουργό. Το γεγονός ότι προσκλήθηκε η Ισπανία αλλά όχι η Ιταλία, που προεδρεύει της ΕΕ, έχει γίνει μείζον θέμα συζήτησης στη Ρώμη και έχει προκαλέσει τις σφοδρές επικρίσεις της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι και τη δυσφορία του ιδίου.
Το δίκτυο «Αλ Αραμπίγια» μετέδιδε άλλο ένα ηχογραφημένο μήνυμα που αποδίδεται στον Σαντάμ Χουσεΐν και στο οποίο ο πρώην ηγέτης του Ιράκ φέρεται να καλεί τον ιρακινό λαό να εντείνει «με όλα τα μέσα τον ιερό πόλεμο κατά των κατακτητών που έχουν, ήδη, πολλές απώλειες και αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το Ιράκ». Η φωνή προειδοποιεί τον ΟΗΕ ότι «οι Ιρακινοί δε θα δεχτούν καμία απόφαση υπό καθεστώς κατοχής» και υποστηρίζει ότι το μήνυμα ηχογραφήθηκε στα μέσα Σεπτέμβρη.
Στο ίδιο το Ιράκ, 3 διαφορετικές επιθέσεις με στόχο Αμερικανούς στρατιώτες σημειώθηκαν, βορείως της Βαγδάτης, και σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες υπήρχαν αρκετοί τραυματίες. Ο διοικητής των στρατιωτικών κατοχικών δυνάμεων, Ρικάρντο Σάντσες, επαναλάμβανε ότι έχουν «γίνει βήματα» αλλά παραδεχόταν ότι «έχουν γίνει και πολλά λάθη», εκτιμώντας ότι η προετοιμασία για την κατοχή ήταν ελλιπής και ακόμη και σήμερα τα κατοχικά στρατεύματα δεν έχουν «καλή επικοινωνία με τον πληθυσμό». Ο Σάντσες παραδέχτηκε, επίσης, ότι εκτός από τις αντάρτικες επιθέσεις, τα στρατεύματά του βρίσκονται αντιμέτωπα και με τις πράξεις αντεκδίκησης των απλών πολιτών.
Από την πλευρά της, η σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Κοντολίζα Ράις, επέμενε στην επωδό της «διείσδυσης» ξένων μαχητών, εκτιμώντας ότι μπορεί να είναι και 2.000 και ότι είναι σκληρότεροι από τους Ιρακινούς. Επανέλαβε, επίσης, ότι «υπάρχουν ακόμη προβλήματα με τη Συρία και με τον ελλιπή έλεγχο των συνόρων».
«Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα αμερικανικά ΜΜΕ φιμώθηκαν», υποστήριξε η γνωστή δημοσιογράφος του CNN Κριστιάν Αμανπούρ, τονίζοντας ότι και στους ανταποκριτές επικρατούσε ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας που έθετε στο δημοσιογράφο το δίλημμα αν πραγματικά πρέπει να θέσει ορισμένες ερωτήσεις. «Ο πολιτικός κόσμος, η κυβέρνηση, οι υπηρεσίες πληροφορίας και οι δημοσιογράφοι δε θέσαμε αρκετές ερωτήσεις για τα όπλα μαζικής καταστροφής, που, όπως φαίνεται τώρα, πρόκειται για ένα θέμα παραπληροφόρησης στο υψηλότερο επίπεδο».
Στο ιρακινό απαγορευμένο οπλοστάσιο αναφέρθηκε και ο πρώην επικεφαλής των επιθεωρητών του ΟΗΕ, Χανς Μπλιξ, δηλώνοντας ότι, «όπως φαίνεται, οι μυστικές υπηρεσίες έκαναν λάθος, το Ιράκ προφανώς είχε καταστρέψει όλα αυτά τα όπλα το 1991. Στην αρχή μάς μιλούσαν για όπλα, μετά για οπλικά προγράμματα, στο τέλος, μάλλον, μόνον έγγραφα θα βρεθούν στο Ιράκ».