Η «φιλοσοφία» της εμπορίας των αέριων ρύπων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, κατά κύριο λόγο διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και μεθανίου (CH4), εμφανίστηκε στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για τις Κλιματικές Αλλαγές, στο Κιότο της Ιαπωνίας, το Δεκέμβρη του 1997. Να υπενθυμίσουμε ότι η επιστημονική κοινότητα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις (μαζί και το Κόμμα μας), σε αντίθεση με τους πανηγυρισμούς των Αμερικανών (Κλίντον) και της ΕΕ άσκησαν έντονη κριτική στην Απόφαση του Κιότο: «Παράθυρα και Εμπόριο Ρύπανσης», «φάρσα και τραγωδία», «ανικανότητα των κυβερνήσεων για την προστασία του πλανήτη», «συνεχίζονται ακάθεκτες οι εκπομπές αερίων», ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που δόθηκαν.
Σημειώνουμε, ακόμη, ότι κατά τη διάρκεια, κιόλας, των εργασιών της Διάσκεψης, οι συντηρητικοί, εκλογικοί αντίπαλοι τότε του Κλίντον, είχαν δηλώσει ότι δε θα κυρώσουν το Πρωτόκολλο. «Υπόσχεση» που υλοποιήθηκε πολύ σύντομα, με την ωμή σχετική δήλωση του Μπους, υπό την ιδιότητα πλέον του πλανητάρχη. Ηδη, όπως είναι γνωστό, το όριο που έβαλαν οι Αμερικανοί στις βιομηχανίες τους, αντί της μείωσης των αερίων θερμοκηπίου, κατά 8% (σε σχέση με το 1990), είναι η αύξησή τους έως 33%!!!
Αποκαλυπτικό, επίσης, της περιβαλλοντοκτόνας φύσης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, με άλλα λόγια του οικονομικού συστήματος της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, είναι και το γεγονός ότι τρία χρόνια μετά την κατ' αρχήν υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο η παραγωγή αερίων θερμοκηπίου στις χώρες της ΕΕ ήταν τέτοια, που αντιστοιχούσε, όχι σε μείωση κατά 8%, αλλά σε αύξηση κατά 6%, σε σχέση πάντα με τους στόχους που είχαν τεθεί για την «περίοδο δέσμευσης» 2008-2012.
Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη ενεργά και από τα δύο άλλα κόμματα της κοινωνικής συναίνεσης, κύρια δε από το ΣΥΝ, που επιτέθηκε λάβρος κατά της στάσης αρχών του ΚΚΕ, κύρωσε στα τέλη του Μάη του 2002 το Πρωτόκολλο του Κιότο και, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες αποφάσεις των υπόλοιπων κρατών - μελών της ΕΕ, άνοιξε ο δρόμος για τη νομοτεχνική επεξεργασία, νομοθέτηση και εφαρμογή του ανήθικου αυτού «εργαλείου», της εμπορίας των αερίων θερμοκηπίου (ΑΘκ).
Σε πρώτη και ουσιαστική ανάγνωση, η ιδέα αυτή είναι τόσο ανήθικα αντιπεριβαλλοντική, όσο ακριβώς δείχνει: Χώρες, οι οποίες θα «παράγουν» λιγότερη ποσότητα ΑΘκ από το όριο που τους αντιστοιχεί, θα μπορούν να πουλάνε τη διαφορά τους σε χώρες, οι οποίες θα αποκτούν έτσι το νόμιμο δικαίωμα να παράγουν ΑΘκ περισσότερο από το προβλεπόμενο, γι' αυτές, όριο. Θεσμοθετείται δηλαδή ένα σκληρό παζάρι μεταξύ κρατών αλλά και βιομηχανικών μονάδων, σε βάρος φυσικά των πραγματικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων και αναγκών των αντίστοιχων χωρών και λαών, με βασικό κριτήριο εάν συμφέρει να μειώσουν την ενεργειακή τους παραγωγή που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα (στη χώρα μας αυτή φτάνει το 90% της συνολικής παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας) έναντι του κέρδους που θα έχουν από την πώληση σε τρίτους των ρύπων που δε θα παράγουν, λόγω ακριβώς της μείωσης αυτής.
Σε επόμενες επεξεργασίες που αναλήφθηκαν στα πλαίσια της ΕΕ, έγινε μεγάλη προσπάθεια για τον εξωραϊσμό του όλου ζητήματος.
Στην «Πράσινη Βίβλο για την Εμπορία Εκπομπών Αερίων θερμοκηπίου» (τέλος 2000), η λογική της εμπορίας των ΑΘκ υιοθετείται πλήρως και ένθερμα από την ΕΕ, για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της Βιομηχανίας και της Ενέργειας. Το ζήτημα πλέον τίθεται πολύ πιο «κομψά». «Εάν μπορώ να εξοικονομήσω εκπομπές ενός τόνου CO2 σε μια βιομηχανία («Α») με κόστος π.χ. 10 ευρώ, γιατί να προσπαθήσω να εξοικονομήσω εκπομπές ενός τόνου CO2 σε μια άλλη βιομηχανία («Β»), αν αυτό στοιχίζει 15 ευρώ, και να μην εξοικονομήσω ένα ακόμη τόνο από τη βιομηχανία «Α»; Θα έχω επιτύχει, έτσι, ένα κέρδος 5 ευρώ (το οποίο φυσικά θα καρπωθεί η βιομηχανία «Α»), για την ίδια συνολικά μείωση ρύπων (2 τόνοι)».
Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; Ασφαλώς όχι.
Αποκλείεται, επομένως, να έχουμε διακύμανση προς τα κάτω του επιδιωκόμενου στόχου. Αντί κάποιες επιχειρήσεις να μειώσουν τις δικές τους εκπομπές ΑΘκ θα αγοράζουν από άλλες επιχειρήσεις, που υπολείπονται από το δικό τους όριο, την πλεονάζουσα διαφορά, αν αυτό έρχεται φθηνότερα.
Είναι επομένως βέβαιο ότι οποιαδήποτε αστοχία επιμέρους στο όλο σύστημα θα οδηγήσει σε μη επίτευξη του τεθέντος στόχου.
Με την αναρχία της ελεύθερης αγοράς, είναι βέβαιο ότι το όλο σύστημα θα αργήσει ή δε θα μπορέσει ποτέ να «σταθεροποιηθεί».
α. Σε όσο λιγότερες «πλάτες» πέφτει το καθήκον της μείωσης (και μάλιστα αυξημένης) των εκπομπών ΑΘκ τόσο πιο δύσκολο γίνεται να καλυφθούν οι όποιες υστερήσεις. Η αποτυχία μιας επιχείρησης να επιτύχει το στόχο της υπερμείωσης, συμπαρασύρει και τους μελλοντικούς της «πελάτες», στη μη εκπλήρωση του δικού τους στόχου.
β. Η ολιγοπώληση της μείωσης των εκπομπών ΑΘκ από συγκεκριμένες επιχειρήσεις και η επιτακτική ανάγκη για την επίτευξη των γενικών (σε επίπεδο κράτους, αλλά και ΕΕ) ποσοστών μείωσης, μεταξύ 2008-2012, θα οδηγήσει σε τέτοιες «στρεβλώσεις» την ελεύθερη αγορά εκπομπών ΑΘκ, που στο τέλος κανείς δε θα μπορεί (και να θέλει) να ελέγξει αποτελεσματικά την όλη διαδικασία.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που στην τελευταία σύνοδο των υπουργών Περιβάλλοντος, ένα από τα αντικείμενα της συνόδου ήταν η δημιουργία κανόνων για τη λειτουργία της «Αγοράς Εκπομπών ΑΘκ», ώστε αυτή «να μην εξελιχθεί σε μελλοντικό βραχνά» κατά την εύστοχη διατύπωση πρόσφατου σχετικού ρεπορτάζ. Η Ελληνική Προεδρία φιλοδοξεί, μάλιστα, να συμβάλει σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή. Ισως, στην επικείμενη σύνοδο των υπουργών Περιβάλλοντος να έχουμε νεότερα.
Επιτέλους, η πολυδιαφημισμένη κοινοτική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», γυμνή μπροστά μας, σε όλο το ανήθικο αντιπεριβαλλοντικό, αντιλαϊκό μεγαλείο της. Και μαζί της, για άλλη μια φορά, η εγγενής αδυναμία, η άρνηση του ιμπεριαλισμού, του πολυεθνικού κεφαλαίου να δώσει λύσεις στα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη που το ίδιο δημιουργεί, στο κυνήγι του υπερκέρδους.