Ορθάνοιχτος ο δρόμος για γενίκευση των αυθαιρεσιών των δυνάμεων καταστολής
Βασικό του «στίγμα» είναι ότι το νομοσχέδιο ακολουθεί πιστά την αντίληψη πως για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας απαιτείται η διεύρυνση των μέτρων αστυνομικού χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή, η πολιτική της κυβέρνησης όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα κοινωνικά αιτία που γεννούν την εγκληματικότητα, αλλά με τα μέτρα που παίρνει τρέφει και άλλο αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Με πονηρό, δε, τρόπο, βαφτίζει ως... κοινωνικό αίτημα το θέμα της ευχερέστερης χρήσης των όπλων από τους αστυνομικούς, καθώς και το ζήτημα της άρτιας και διαρκούς εκπαίδευσής τους στη χρήση τους. Ομως, η χρήση οδηγεί σε κατάχρηση, όταν η εκπαίδευση γίνεται στα πλαίσια στρατιωτικοποιημένων υπηρεσιών, όπως είναι τα Σώματα Ασφαλείας και στο περιβάλλον μιας πολιτικής έντασης της αστυνομοκρατίας και του αυταρχισμού, που επιβάλλεται τα τελευταία χρόνια με ταχείς ρυθμούς. Μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εν δυνάμει ύποπτο. Το τελευταίο φαίνεται από τον τρόπο που διεξάγονται τα αστυνομικά μπλόκα, όπου, πολλές φορές, οι αστυνομικοί ελέγχουν τους πολίτες με προτεταμένα τα αυτόματα.
Συγκεκριμένα το άρθρο 3 αναφέρει πως «ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: Εχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο». Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι «η χρήση όπλου δε συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής». Ομως με αυτόν τον τρόπο, η διάταξη αυτή ανατρέπει όσα ισχύουν στον Ποινικό Κώδικα, αφού από πριν και ανεξάρτητα από το μέγεθος και το είδος της απειλής κρίνεται ότι η χρήση του όπλου από τον αστυνομικό δεν αποτελεί υπερβολικό μέτρο. Αυτή η ρύθμιση ανατρέπει τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για την άμυνα. Δηλαδή, ο αστυνομικός απαλλάσσεται εκ των προτέρων για οποιαδήποτε εσφαλμένη εκτίμησή του όσον αφορά την επικινδυνότητα της εις βάρος του απειλής.
Παράλληλα το σχέδιο νόμου επιτρέπει τη χρήση πυροβόλου όπλου για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας από εισβολή ένοπλου, όταν στο νόμο για τα όπλα συμπεριλαμβάνονται και τα ρόπαλα, όπως μπορούν να «χαρακτηριστούν» ακόμα και ξύλα. Επίσης, εναντίον ένοπλου πλήθους επιτρέπονται οι εκφοβιστικοί πυροβολισμοί, αλλά απαγορεύονται οι πυροβολισμοί ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι. «Πλήθος», όμως, μπορεί να είναι και μια ομάδα διαδηλωτών που κρατούν πανό. Επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του. Τι θα γίνει, όμως, με τους άνδρες της Ασφάλειας που τους έχουν αφοπλίσει διαδηλωτές μέσα σε πορείες ή συνδικαλιστές μέσα σε συσκέψεις σωματείων; Τα περιστατικά δεν είναι λίγα...
Εξάλλου, δεν υποχρεώνει τους αστυνομικούς να μην οπλοφορούν εκτός υπηρεσίας, τη στιγμή που τα περιστατικά χρήσης όπλων από αστυνομικούς υπαλλήλους σε βάρος πολιτών δεν είναι και λίγα. Με το χαρακτηρισμό, δε, των ιδιωτικών ατομικών όπλων των αστυνομικών ως υπηρεσιακών τα... κουμπούρια στην ΕΛ.ΑΣ θα φτάσουν τις 100.000.