Το παράδειγμα είναι πραγματικό και αναφέρεται σε μονοκατοικία 85 τετραγωνικών μέτρων που δομήθηκε το 1974, με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959 και με σεισμικό συντελεστή ε = 0,04, στην περιοχή των Θρακομακεδόνων. Σύμφωνα με το παράδειγμα αυτό, η στεγαστική συνδρομή, αν επιλεγεί η απλή επισκευή, αντιπροσωπεύει το 50% του πραγματικού κόστους, ενώ αν επιλεγεί η ενίσχυση, το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω και από το 60%! Αυτό σημαίνει βέβαια ότι ο ιδιοκτήτης, αν θέλει να γίνει σωστή δουλιά, θα πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη...
Να πώς περιγράφει ο αρθρογράφος αυτή την πραγματική περίπτωση:
«Ο σεισμός προξένησε στο συγκεκριμένο κτίριο σοβαρές βλάβες στην κεφαλή των περισσότερων από τους 12 στύλους της πιλοτής, διαστάσεων 30/30, 35/35 και 40/40. Επίσης, προξένησε διαμπερείς ρωγμές στους τοίχους που περιβάλλουν το κλιμακοστάσιο. Στον όροφο ο σεισμός δεν άφησε το παραμικρό ίχνος. Το δόμημα έχει χαρακτηριστεί "κίτρινο" από τον δευτεροβάθμιο έλεγχο. Η μονοκατοικία αυτή είναι χαρακτηριστική περίπτωση κτιρίου που χρειάζεται ενίσχυση. Είναι φανερά με την πρώτη ματιά (και τα απέδειξε εξάλλου η σχετική ανάλυση) τόσο η έλλειψη αντοχής και ακαμψίας στην πιλοτή, όσο και η δυσμενής συμπεριφορά των μεμονωμένων πεδίλων της θεμελίωσης. Δοθεισών της πολύ υψηλής έντασης του σεισμού στην περιοχή (υπάρχουν καταρρεύσεις σε μικρή απόσταση), αλλά και της ηλικίας του δομήματος, το ότι η οικοδομή δεν κατέρρευσε, αλλά ούτε και απέκλινε από την κατακόρυφο, μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και ικανοποιητική συμπεριφορά. Σε αυτήν συνέβαλαν τόσο το κεντρικό κλιμακοστάσιο όσο και η σκάλα - πασαρέλα που συνέδεε τον εξώστη της κατοικίας απ' ευθείας με το δρόμο.
Μια διαδικασία ενίσχυσης περιλαμβάνει τα ανωτέρω συν την τοποθέτηση τεσσάρων τοιχίων (δύο ανά διεύθυνση) με τα θεμέλιά τους στην περίμετρο της πιλοτής και σύνδεσή τους με τις υπάρχουσες δοκούς οροφής πιλοτής. Διαδικασία ενίσχυσης του ορόφου δεν αντιμετωπίζεται, διότι εκτιμήθηκε ότι το κόστος των μερεμετιών επέμβασης στο διαμέρισμα, σε σχέση με την αύξηση του επιπέδου ασφαλείας, είναι ασύμφορο.
Το ανώτατο όριο της χορηγούμενης στεγαστικής συνδρομής ισούται με 85 τ.μ. επί 65.000 ανά τ.μ. = 5.525.000 δρχ., από τα οποία το 1/3 (περίπου 1.825.000 δρχ.) είναι κρατική αρωγή και το υπόλοιπο (3.700.000 δρχ.) είναι άτοκο δάνειο. Στην πράξη, εκτιμάται ότι το κόστος επισκευής, μαζί τα λοιπά έξοδα (έκδοση οικοδομικής άδειας κλπ.), αλλά και αναπόφευκτες άλλες δαπάνες (ελαιοχρωματισμοί κλπ.), θα υπερβεί τα 11.000.000 δρχ. Αρα ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να διαθέτει επιπλέον κεφάλαιο περί τα 5.500.000 δρχ.
Στην περίπτωση της ενίσχυσης του υπάρχοντος κτιρίου με τον τρόπο που αναφέρθηκε προηγουμένως, οι επιπλέον εργασίες, οι οποίες μάλιστα δεν επιδοτούνται από την πολιτεία, είναι η κατασκευή των απαιτούμενων τοιχίων με τα των θεμελίων τους στην πιλοτή συνολικού όγκου περί τα 50 κυβικά μέτρα σκυροδέματος, με συνολικό επιπλέον κόστος της επέμβασης περί τα 2.500.000 δρχ. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια επιβάρυνση της τάξεως των 500.000 δρχ. στα έξοδα της άδειας. Αρα ο ιδιοκτήτης πρέπει να διαθέτει επιπλέον κεφάλαιο περί τα 8.500.000 δρχ.
Το κόστος κατεδάφισης και επανακατασκευής ενός τέτοιου δομήματος εκτιμάται ότι δε θα είναι μικρότερο από τα 26.000.000 δρχ. Στην περίπτωση αυτή ο ιδιοκτήτης εξακολουθεί να δικαιούται της στεγαστικής συνδρομής των 5.525.000 δρχ., με την ίδια αναλογία αρωγής - δανείου. Στην περίπτωση αυτή ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να διαθέτει επιπλέον κεφάλαιο περί τα 21.000.000 δρχ., αλλά θα έχει ένα καινούριο σύγχρονο σπίτι αρκετά υψηλότερης αξίας από το σημερινό. Πρέπει ενδεχομένως να συνεκτιμηθεί και το ότι η επανακατασκευή θα έχει χρονική υστέρηση της τάξης των 12 μηνών από την ενίσχυση, που σημαίνει επιβάρυνση (σε ενοίκια κλπ.) της τάξεως των 1.000.000-2.000.000 δρχ.
Οπως φαίνεται, η περίπτωση της απλής αποκατάστασης θα πρέπει εδώ μάλλον να αποκλειστεί, ενώ η περίπτωση της ενίσχυσης να εξεταστεί με σοβαρότητα, αφού του τεθούν υπόψη όλα τα δεδομένα, ο ιδιοκτήτης θα αποφασίσει και ο μελετητής θα πρέπει να προχωρήσει στη "μελέτη εφαρμογής"».
Οπως επισημαίνει στο άρθρο του ο Μ. Βουγιούκας: «Οπως μετά από κάθε σεισμό, έτσι και τώρα γίναμε μάρτυρες της ύπαρξης δύο τάσεων από την πλευρά των ιδιοκτητών. Η πρώτη τάση, της αλόγιστης, ουσιαστικά, ενίσχυσης, ανεξάρτητα από το βαθμό της βλάβης, τάση η οποία γιγαντώνεται αμέσως μετά το σεισμό, αλλά σιγά - σιγά φθίνει. Η δεύτερη τάση είναι, πρακτικά το "κουκούλωμα" των ζημιών, τάση η οποία κερδίζει έδαφος συν τη παρόδω του χρόνου, ιδίως όταν γίνεται αντιληπτό από τους ιδιοκτήτες ότι, εκτός από το άτοκο δάνειο και τη δωρεάν κρατική αρωγή, πρέπει και οι ίδιοι να συγχρηματοδοτήσουν την αντισεισμική ενίσχυση της περιουσίας τους.
Είναι καθήκον του μελετητή, συνεχίζει ο αρθρογράφος, να μην παρασυρθεί από κάποια από τις δύο αυτές τάσεις, αλλά με αντικειμενικότητα να παράσχει στον κάθε ιδιοκτήτη όλα τα τεχνικά και οικονομικά δεδομένα, ώστε να ληφθεί από την πλευρά του τελευταίου η βέλτιστη δυνατή απόφαση σχετικά με το αν θα γίνει αποκατάσταση των ζημιών χωρίς ενίσχυση, αποκατάσταση με ενίσχυση ή ανακατασκευή του κτιρίου».