Associated Press |
Ολοι ανεξαιρέτως οι «ανησυχούντες» για το μέλλον του Ιράκ προσέφεραν οικονομική βοήθεια και «θυμήθηκαν» τον κεντρικό ρόλο του ΟΗΕ στην ανοικοδόμησή του, αν και δεν τον «τίμησαν» αναλόγως πριν από την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης. Ομως, πρακτικά όλοι οι σχεδιασμοί είναι «στον αέρα», δεδομένης της αβεβαιότητας για το τι μέλλει γενέσθαι την επομένη μέρα. Και η Ουάσινγκτον, που εδώ και μήνες ανοιχτά εκπονεί διάφορα σχετικά σενάρια, δε μοιάζει να έχει καταλήξει σε ένα «πειστικό» τρόπο διαχείρισης του χάους που θα προκαλέσει η εισβολή των στρατιωτικών της δυνάμεων σε μια χώρα, που ήδη παρέπαιε επικίνδυνα σε όλους τους τομείς υποδομής εξαιτίας των μακρόχρονων κυρώσεων.
Η Ουάσιγκτον, με βάση τις πληροφορίες, σχεδιάζει κατάληψη του Ιράκ, επιβολή, για κάποιο χρονικό διάστημα, στρατιωτικής διοίκησης για να διατηρηθεί η ηρεμία και να εξοβελιστούν όλα τα στοιχεία του ιρακινού καθεστώτος και μετάβαση σε μια πολιτική διοίκηση που θα απαρτίζεται από προσωπικότητες της ιρακινής αντιπολίτευσης, φίλα προσκείμενες στην Ουάσιγκτον. Πριν από αυτή τη μετάβαση, η ιρακινή αντιπολίτευση δεν προβλέπεται να διαδραματίσει παρά βοηθητικό ρόλο.
Το Πεντάγωνο έχει διορίσει τον στρατηγό Τζέι Γκάρνερ, συντονιστή της «Επιτροπής Ανοικοδόμησης και Ανθρωπιστικής Βοήθειας». Περιστοιχίζεται από, τουλάχιστον, άλλα 200 άτομα (Αμερικανούς πρώην στρατιωτικούς, διπλωμάτες και μέλη κυβερνητικών ανθρωπιστικών οργανώσεων). Ο Γκάρνερ θα συντονίζει τις τρεις ζώνες που οι ΗΠΑ σχεδιάζουν για το «ομοσπονδιακό» Ιράκ (τον κουρδικό Βορρά, το σιιτικό Νότο και τη Βαγδάτη). Τη διοίκησή τους, σε πρώτη φάση, θα αναλάβουν 3 Αμερικανοί, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει το όνομα της Μπάρμπαρα Μποντίν, πρώην πρέσβειρας στην Υεμένη.
Εχει, επίσης, συσταθεί, εδώ και δύο μήνες, από Βρετανούς και Αμερικανούς, η λεγόμενη διυπουργική «Μονάδα Σχεδιασμού για το Ιράκ». Επικεφαλής τέθηκε ο Βρετανός πρώην διπλωμάτης και αξιωματικός του Ναυτικού Ντομινίκ Σιλκότ. Η «μονάδα» θα «εξειδικεύει» τις αποφάσεις της «Επιτροπής» και όλοι μαζί θα αναφέρονται στον Αμερικανό στρατιωτικό διοικητή Τόμι Φρανκς. Θεωρητικώς, όλα αυτά θα ισχύσουν για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ έχει διαρρεύσει ότι σε μια πρώτη φάση, οι προσωπικότητες της φιλοαμερικανικής αντιπολίτευσης θα αναλάβουν «περιορισμένους συμβουλευτικούς ρόλους» με συμβόλαια των 180 ημερών, προκειμένου να μετριαστεί η αντίδραση των «εσωτερικών» αντιφρονούντων, τους οποίους η Ουάσιγκτον σκοπεύει, επίσης, να αξιοποιήσει.
Τέλος, η αμερικανική διοίκηση θεωρεί δεδομένη την, επί πληρωμή, βοήθεια των Ιρακινών δημοσίων υπαλλήλων (γιατρών, γραφειοκρατών, δασκάλων), τους οποίους θεωρεί απαραίτητους για την ανοικοδόμηση της χώρας, και της πλειοψηφίας των Ιρακινών στρατιωτών, τους οποίους θα καλέσει να εργαστούν στα έργα ανοικοδόμησης. Οσο για τον ΟΗΕ, θα αναλάβει το δυσβάσταχτο έργο της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Τα σχέδια αυτά, εξαρχής, χαρακτηρίστηκαν «απλοϊκά και μη ρεαλιστικά». Σφοδρές επικρίσεις δέχτηκε, καταρχάς, η αντίληψη περί κάλυψης του μεγαλύτερου μέρους των εξόδων ανοικοδόμησης από τις πωλήσεις του ιρακινού πετρελαίου. Ο Ερικ Σβαρτζ, ειδικός ανθρωπιστικής βοήθειας της κυβέρνησης Κλίντον, μίλησε για «όνειρα θερινής νυκτός» δεδομένης της καταστροφής που θα υποστεί η ήδη κατεστραμμένη πετρελαϊκή υποδομή και υπολόγισε ότι για τη συντήρηση μιας αμερικανικής διοίκησης, τουλάχιστον 75.000 ανδρών στο Ιράκ, για να διασφαλιστεί κάπως η τάξη, μόνο τον πρώτο χρόνο θα χρειαστούν 20 δισ. δολάρια.
Και το ίδιο το περιεχόμενο των αμερικανικών σχεδιασμών έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Αμερικανοί ειδικοί επισήμαιναν ότι είναι σχεδόν ανέφικτο για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις να διατηρήσουν την εδαφική και πληθυσμιακή ενότητα του Ιράκ, δεδομένων των οξύτατων εθνικών και θρησκευτικών διαφορών (Κούρδοι, Ασσύριοι, Χαλδαίοι στο Βορρά, σουνίτες Ιρακινοί στο κέντρο και στο Νότο, το σιιτικό 65% του συνόλου στο Νότο). Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του ότι η σιιτική οργάνωση Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράκ (που εδρεύει στο Νότο και στο Ιράν και προσφάτως ανέπτυξε, τουλάχιστον, 1.500 ετοιμοπόλεμους άνδρες στο Βορρά), δήλωνε, μόλις 24ωρα πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, ότι «δεν πρόκειται να αναγνωρίσει καμία δύναμη κατοχής», ασχέτως αν είχε συμμετάσχει στις, υπό αμερικανική αιγίδα, συνόδους της ιρακινής αντιπολίτευσης, τότε η κατάσταση περιπλέκεται επικίνδυνα ακόμη και για αυτό το πρώτο επίπεδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Οσο για το «όραμα Μπους» περί εξαγωγής «δημοκρατίας» στο σύνολο του αραβικού κόσμου, με πρώτη στάση το Ιράκ, αμφισβητείται ακόμη και από το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Σύμφωνα με μυστική έκθεση που διέρρευσε, στα μέσα Μάρτη, η «εγκαθίδρυση δημοκρατίας όπως η Ουάσιγκτον το φαντάζεται στο Ιράκ» δεδομένων των θρησκευτικό-εθνοτικο-κοινωνικών δυσκολιών είναι «πρακτικώς ανέφικτη» και η άποψη ότι η ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος θα προκαλέσει «ντόμινο δημοκρατικών ανακατατάξεων στις αραβικές χώρες είναι μη ρεαλιστική». Την ανησυχία τους δεν έκρυβαν ούτε στελέχη της CIA, που υποστήριζαν ότι το Πεντάγωνο προχώρησε στους σχεδιασμούς του χωρίς να ζητήσει τη γνώμη κανενός.
Τόσο η CIA όσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρούν πολύ πιθανότερο ένα άλλο ντόμινο: αυτό της γενικής αποσταθεροποίησης και της όξυνσης των τρομοκρατικών επιθέσεων. Τις ανησυχίες εντείνει το γεγονός ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ξεκάθαρα, και στο διάγγελμά του, μίλησε για αλλαγές καθεστώτων μη αρεστών στην Ουάσινγκτον. Το «μήνυμα» Μπους έχουν λάβει οι άμεσα ενδιαφερόμενοι -Ιράν, Συρία- ενώ η ιδέα προκαλεί τρόμο και στα φιλοαμερικανικά καθεστώτα, ιδιαίτερα μετά τη διαρροή της έκθεσης του Πενταγώνου, που πρότεινε την τριχοτόμηση και της Σ. Αραβίας. Προφανώς, διόλου τυχαία Ιρανοί αξιωματούχοι προειδοποιούσαν ότι «το Ιράν δε θα περιμένει παθητικά να τεθεί στο αμερικανικό στόχαστρο εφόσον οι ΗΠΑ θα έχουν εγκατασταθεί στη μεγάλη βάση τους: το Ιράκ». Ισως, ο πραγματικός πόλεμος, λοιπόν, να αρχίσει αμέσως μετά το τέλος των μαχών...