Κυριακή 16 Μάρτη 2003 - 1η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Συννεφιασμένη... «ισχυρή οικονομία»

Ανεξάρτητα από την κυβερνητική προπαγάνδα, η κατάσταση των εργαζομένων συνεχώς χειροτερεύει, ενώ πολλοί παράγοντες που μέχρι στιγμής έχουν συμβάλει στην άνοδο του ΑΕΠ, αρχίζουν να εκλείπουν...

Γρηγοριάδης Κώστας

Ολοι αυτοί, που μέχρι και πολύ πρόσφατα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι οι επιλογές της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ θα απάλλασσαν την ελληνική οικονομία από κλυδωνισμούς, σκαμπανεβάσματα και κρίσεις, τρέχουν τώρα, με τον πιο χονδροειδή τρόπο, να κρυφτούν πίσω από τις επιπτώσεις, που θα έχει η επικείμενη ιμπεριαλιστική επίθεση στο Ιράκ. Ετσι, ενώ μέχρι πριν λίγες βδομάδες καθησύχαζαν τους πάντες και χλεύαζαν όσους διατύπωναν επιφυλάξεις και ανησυχίες για την πορεία της οικονομίας, τώρα επεξεργάζονται σενάρια και διάφορες εκδοχές διαχείρισης κρίσεων, σχεδιάζουν έκτακτα μέτρα, νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, διεύρυνση της λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων κ.ο.κ.

Η εικόνα μοιάζει κάπως με ό,τι ακολούθησε στις ΗΠΑ μετά την 11η του Σεπτέμβρη και το χτύπημα στους δίδυμους πύργους. Τότε, που εντελώς ξαφνικά και με ιδιαίτερη ένταση τέθηκε επίσημα το θέμα της οικονομικής ύφεσης στις ΗΠΑ, κάτι που οι οικονομολόγοι από το 1999 εκτιμούσαν ότι ήταν επί θύραις, αλλά η αμερικανική κυβέρνηση και τα επιτελεία της το διέψευδαν σε όλους τους τόνους. Το χτύπημα στους πύργους αποδείχτηκε η καλύτερη ευκαιρία για τους κυβερνώντες, ώστε αφ' ενός να μιλήσουν δημόσια για την ύφεση, αφ' ετέρου να ξεδιπλώσουν τα εφιαλτικά τους σενάρια ενάντια στην ανθρωπότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, σε επικοινωνιακό επίπεδο, και με τη χώρα μας. Οι όποιες -υπαρκτές- επιπτώσεις από τη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, αξιοποιούνται, ώστε ο πόλεμος να εμφανιστεί ως αιτία των προβλημάτων που εκδηλώνονται στην ελληνική οικονομία, κάτι βέβαια που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Κύρια και αποκλειστική αιτία των όποιων αρνητικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία είναι ο ίδιος ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων και το αναπόφευκτο των περιοδικών κρίσεων.

Στην πραγματικότητα, για την ελληνική οικονομία η εκδήλωση συμπτωμάτων οικονομικής κρίσης βρίσκεται σε καθεστώς ...αναβολής εδώ και μερικά χρόνια. Από την εποχή των «σταθεροποιητικών προγραμμάτων» της προηγούμενης δεκαετίας και στο φόντο της πλασματικής -εν πολλοίς- ευνοϊκής συγκυρίας που είχε διαμορφωθεί στις χώρες του κεφαλαίου συνολικά. Οι ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και η λεηλασία των οικονομιών τους από τις πολυεθνικές της Δύσης, οι μεγάλες ανακατατάξεις και η τεράστια αναδιανομή κεφαλαίων στις παγκόσμιες χρηματαγορές, η επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων, δηλαδή η συνολική αμφισβήτηση και αφαίρεση λαϊκών καταχτήσεων που είχαν κερδηθεί σε διάστημα δεκαετιών, οι διαδικασίες της νομισματο-οικονομικής ενοποίησης στην ΕΕ, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που επέδρασαν στον οικονομικό κύκλο, με τρόπο ώστε να μην εκδηλωθεί μια οικονομική κρίση, η οποία όμως, έτσι κι αλλιώς, σοβούσε στα θεμέλια των καπιταλιστικών οικονομιών. Το τι γίνεται όμως τα τελευταία χρόνια είναι λίγο - πολύ γνωστό. Αρχικά η Ιαπωνία και αμέσως μετά οι ΗΠΑ και χώρες της ΕΕ περιήλθαν σε κατάσταση ύφεσης, δημιουργώντας ένα σκηνικό που φέρει όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά μιας συγχρονισμένης οικονομικής κρίσης. Για να μη μιλήσουμε για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ή της Ασίας, όπου σε πολλές περιπτώσεις οι εξελίξεις παραμένουν ακόμα και τώρα εκτός ελέγχου.

Τα ψευτοεπιτεύγματα

Η ...ευνοϊκή οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα στηρίχτηκε σε γενικές γραμμές στους ίδιους, με τις άλλες χώρες του κεφαλαίου, παράγοντες, λειτούργησαν όμως και συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες - ιδιομορφίες. Σ' αυτές τις ιδιαιτερότητες βασίστηκαν κατά κύριο λόγο και οι κρατούντες, για να δημιουργήσουν μια ψευδή, εντελώς παραμορφωμένη εικόνα και... αίσθηση, για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Βέβαια, σε όλο αυτό το διάστημα που οι εκπρόσωποι της ολιγαρχίας μαζί με τα κόμματα του μονόδρομου της ΟΝΕ πανηγύριζαν από κοινού για τα ψευτοεπιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας, στο παρασκήνιο επισωρεύονταν σειρά προβλημάτων η επίλυση των οποίων θα επιχειρηθεί να φορτωθεί και πάλι στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων. Γιατί, αν η «ευνοϊκή περίοδος», που υποτίθεται πως διανύσαμε τα τελευταία χρόνια, συνοδεύτηκε με πολιτικές εισοδηματικής λιτότητας, υποαπασχόληση, ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, ακύρωση των κοινωνικοασφαλιστικών καταχτήσεων, καταβαράθρωση της πρωτογενούς παραγωγής και του αγροτικού εισοδήματος, περιθωριοποίηση δεκάδων χιλιάδων ΕΒΕ, συρρίκνωση των κρατικών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει τι πολιτικές και μέτρα θα συνοδεύουν την αρνητική συγκυρία, που ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Οι εξελίξεις στην οικονομία μπορούν να εξεταστούν από δύο σκοπιές. Πρώτον με βάση την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, τη δυναμική που αυτά έχουν - αν και εφόσον έχουν- και τις προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον. Δεύτερον, υπό το πρίσμα της διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων που παράγονται στα πλαίσια της οικονομικής δραστηριότητας, και πιο συγκεκριμένα από τη θέση που κατέχουν στην οικονομία οι κύριοι παραγωγοί του πλούτου, δηλαδή οι εργαζόμενοι.

Επιδείνωση
για τους εργαζόμενους

Σε ό,τι αφορά την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου, την αγροτιά και τα μικρομεσαία στρώματα των αστικών κέντρων, τους συνταξιούχους και τη νεολαία, ή τους εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους, τη συντριπτική πλειοψηφία, δηλαδή, του λαού το όφελος από την «ευνοϊκή συγκυρία» και τη «θωρακισμένη οικονομία» που διαφημίζει ο Σημίτης και τα στελέχη του, δεν ήταν απλά ανύπαρκτο. Η θέση τους, όλα τα τελευταία χρόνια επιδεινώθηκε περισσότερο. Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού στο επίκεντρο του μονόδρομου της ένταξης στην ΟΝΕ βρέθηκε η πολιτική στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου. Δεκάδες νόμοι και κυβερνητικές αποφάσεις, ντιρεκτίβες και παντός είδους ρυθμίσεις δημιούργησαν ένα ακόμα πιο ασφυκτικό, από προηγούμενες περιόδους, πλαίσιο αβεβαιότητας και ανασφάλειας, οδήγησαν σε απόλυτη χειροτέρευση των όρων ζωής. Η κατάσταση αυτή απεικονίζεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα δραματικό για τους εργαζόμενους τρόπο και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ετσι, την περίοδο 1991- 1999, τα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων σημείωσαν αύξηση της τάξης του 3.260%, ενώ το βασικό μεροκάματο της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μόλις 85%!!! Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι την ίδια περίοδο ο επίσημος τιμάριθμος αυξήθηκε κατά 135%!

Οικογένειες που πριν κάποια χρόνια ζούσαν καλύπτοντας τις στοιχειώδεις ανάγκες τους με ένα μεροκάματο, συνήθως του συζύγου, τώρα και ενώ στο νοικοκυριό μπαίνουν δύο και τρία μεροκάματα, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα. Οι χαμηλοί μισθοί και η υποαπασχόληση, η αφόρητη ακρίβεια σε όλα τα είδη πλατιάς κατανάλωσης και οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, οι όλο και μεγαλύτερες δαπάνες που πάνε για τη μόρφωση και την Υγεία, έχουν οδηγήσει ήδη το 25% των νοικοκυριών της χώρας να ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Ολα αυτά μάλιστα, μαζί με το στρεβλό καταναλωτικό πρότυπο που καλλιεργείται, προκαλεί μια σειρά αδιέξοδα που είναι αδύνατον να επιλυθούν, στο βαθμό που δεν ανατρέπεται πλήρως η εφαρμοζόμενη πολιτική. Ετσι, μπορεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά να απέκτησαν, ίσως και για πρώτη φορά, ΙΧ αυτοκίνητο ή να αγόρασαν καινούριο στερεοφωνικό συγκρότημα, μόνο που η απόκτηση αυτών των αγαθών όχι μόνο δε βελτίωσε έστω στο ελάχιστο τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων, αλλά για χιλιάδες οικογένειες αυτά τα ...αποκτήματα μετατράπηκαν σε καθημερινό βραχνά. Κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό, αν πάρουμε υπόψη μας ότι κάθε χρόνο, 200.000 οικογένειες «αγοράζουν» αυτοκίνητο με τραπεζικό δανεισμό... Είναι καθαρό ότι η προπαγάνδα της κυβέρνησης για δήθεν βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, παρά τις προσπάθειες που κάνουν τα επιτελεία της, συνεπικουρούμενα και από τη συντριπτική πλειοψηφία των Μέσων Ενημέρωσης, δεν πιάνουν τόπο. Οι λαϊκές οικογένειες βιώνουν στο πετσί τους και γνωρίζουν πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει. Τι γίνεται όμως με την περιβόητη «ισχυρή οικονομία»;

Πραγματική ή πλασματική;

Μετά το 1994, με βάση τα επίσημα στοιχεία, το ΑΕΠ κινείται με θετικούς ρυθμούς, ενώ από το 1995, φαίνεται να ακολουθεί πορεία ανόδου. Μέχρι και το 1999 σημειώνει συνολικά αύξηση περί το 13%, ενώ την τριετία 2000-2002, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης είναι πάνω από 4%. Αθροιστικά, και σε σταθερές τιμές, μετά το 1994, χρονιά που το ΑΕΠ επανέκαμψε στα επίπεδα του 1992, παρατηρήθηκε αύξηση της τάξης του 25-26%. Σαν ποσοστό, η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Τι συμβαίνει, όμως, με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ΑΕΠ; Κατά πόσον η μεταβολή του όγκου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αφορά στην ενίσχυση παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, κλάδων, δηλαδή, που είναι σε θέση να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για την παραπέρα αύξηση του παραγόμενου πλούτου; Στηρίζεται αυτή η πορεία σε σταθερά δεδομένα ή σε ευμετάβλητους παράγοντες, που εύκολα φέρνουν τα πάνω κάτω; `Η μήπως, τελικά αυτή η ανοδική πορεία μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και πλασματική και απλά τα στατιστικά στοιχεία κουκουλώνουν την πραγματική εικόνα; Χωρίς να υπεισέλθει κανείς σε ζητήματα που αφορούν μεταβολές στη διάρθρωση του ΑΕΠ, υπάρχουν ορισμένα οφθαλμοφανή δεδομένα που αποκαλύπτουν τον έωλο χαρακτήρα των κυβερνητικών επιχειρημάτων για τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η αύξηση του ΑΕΠ όλα τα τελευταία χρόνια στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην τεράστια αύξηση του τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών. Μέχρι και το 1995, οι ρυθμοί αύξησης των δανείων υπολείπονταν των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, εικόνα που δεν ισχύει για καμιά από τις επόμενες χρονιές. Από το 1996 μέχρι και το 2002 το ΑΕΠ αυξήθηκε σε τρέχουσες τιμές κατά 75,5%, ενώ τα ποσά των δανείων που αφορούν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια κατά 581,8%! Σήμερα, ήδη, το 51% των νοικοκυριών της χώρας είναι χρεωμένα για κάποιο δάνειο στις τράπεζες, ενώ τα συνολικά ποσά - χρέη των δανείων, φτάνουν ήδη στο απίθανο για τη χώρα επίπεδο του 18% του ΑΕΠ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό το 1995 ήταν μόλις 4,5%. Με δυο λόγια, το 18% του ΑΕΠ, ή αλλιώς το 18% του συνολικού ετήσιου τζίρου της ελληνικής οικονομίας, στηρίζεται πρακτικά σε ανύπαρκτα εισοδήματα! Δύο σχόλια επί του συγκεκριμένου θέματος. Πρώτον, τα περιθώρια για παραπέρα αύξηση του δανεισμού, δεν είναι ανεξάντλητα. Αντίθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα σημειωθεί επιβράδυνση στις χορηγήσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, άρα θα υπάρξει περιορισμός της κατανάλωσης, κάτι που θα επιδράσει αρνητικά και στο ΑΕΠ. Δεύτερον, τα χρέη από δάνεια, που σήμερα φτάνουν, χωρίς τους τόκους, τα 25 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, θα πρέπει να επιστραφούν τα επόμενα χρόνια στις τράπεζες, δηλαδή, θα αφαιρεθούν υποχρεωτικά από το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα, με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, να λειτουργήσουν στην πραγματικότητα πολλαπλασιαστικά.

Σημαντική συμμετοχή - συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ, τα τελευταία χρόνια, έχουν τα έργα που γίνονται είτε στα πλαίσια του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, είτε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το μέγεθος της συμβολής αυτών των έργων δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, είναι της τάξης κάποιων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ (το ΑΕΠ πέρσι διαμορφώθηκε περί τα 142 δισ.). Πρόκειται για έργα και για μια πλειάδα οικονομικών δραστηριοτήτων γύρω από αυτά, τα οποία όμως έχουν οριστική ημερομηνία λήξης! Την επόμενη χρονιά και το 2006. Το χειρότερο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των έργων είναι έργα υποδομής, πολλά από αυτά μπορεί να συμβάλουν (και συμβάλλουν) στην αντιμετώπιση των αφόρητων συνθηκών ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, δεν είναι όμως έργα που θα επηρεάσουν μελλοντικά στην αύξηση του παραγόμενου πλούτου της κοινωνίας, ή -με βάση τους δείκτες- στην παραπέρα αύξηση του ΑΕΠ.

Πολλή είναι η φιλολογία που αναπτύσσουν οι απολογητές του συστήματος και των ασκούμενων πολιτικών, για τα πλεονεκτήματα του κλάδου του τουρισμού. Προχωρώντας, μάλιστα, ακόμα περισσότερο στη λογική της πλήρους υποταγής και του συμβιβασμού στον... καταμερισμό εργασίας που επιδιώκουν οι πολυεθνικές, δέχονται την άποψη ότι για τη χώρα δεν υπάρχουν προοπτικές σε τομείς της βιομηχανίας και της παραγωγής αγαθών, και πως το μέλλον της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Δυνατότητες για την ανάπτυξη του τουρισμού σαφώς υπάρχουν. Ωστόσο, είναι κατανοητό ότι κάθε μονοδιάστατος προσανατολισμός σε τέτοιες επιλογές διευρύνει τα αδιέξοδα, οξύνει τα προβλήματα, επιταχύνει τις κρίσεις. Οι κατραπακιές, άλλωστε, που δέχονται οι φορείς τέτοιων απόψεων από τις ίδιες τις εξελίξεις, στο φόντο που επικείμενου πολέμου στο Ιράκ, είναι χαρακτηριστικές. Μαζί, όμως, με την αναστάτωση που έχει δημιουργηθεί τους τελευταίους μήνες, σε όλο το φάσμα της τουριστικής αγοράς, με αφορμή τα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και τις μηδενικές, όπως λένε ορισμένοι, κρατήσεις για το τρέχον τρίμηνο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καλό είναι να μη διαφεύγει της προσοχής και κάτι ακόμα. Το λεγόμενο «τουριστικό προϊόν» είναι ένα ιδιαίτερα ευπαθές προϊόν, η προώθηση του οποίου εξαρτάται από σωρεία παραγόντων που είναι άκρως ευμετάβλητοι. Είναι χαρακτηριστικό, όπως προκύπτει και από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, πως μόνο την τελευταία 9ετία τουλάχιστον τέσσερις χρονιές σημειώθηκε κάμψη της τουριστικής κίνησης. Ηταν το 1995 και 1996, εξαιτίας της κρίσης που είχε σημειωθεί σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες, πέρσι που η κάμψη των τουριστικών εισπράξεων μειώθηκε κατά 12,6% στο φόντο του χτυπήματος στους δίδυμους πύργους και όπως δείχνουν τα πράγματα και φέτος, λόγω του Ιράκ.

Πυκνά σύννεφα

Συνέπειες από την επικείμενη αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ οπωσδήποτε θα υπάρχουν και για τη χώρα μας. Αλλωστε, τα αρπαχτικά των πολυεθνικών έχουν φροντίσει -κι αυτό το δείχνουν οι συνεχείς ανατιμήσεις στις τιμές του πετρελαίου- να καρπωθούν κέρδη πριν καν εκδηλωθεί οποιαδήποτε επίθεση. Ομως, τα επίσημα στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Οι παράμετροι «τραπεζικός δανεισμός», «έργα με ημερομηνία λήξης» και «τουρισμός», ακόμα και από μόνες τους δείχνουν ότι συγκεντρώνονται πυκνά σύννεφα. Με δυο λόγια, ανεξάρτητα από τις όποιες επιπτώσεις, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής επίθεσης, τα φαινόμενα της οικονομικής επιβράδυνσης -του προδρόμου μιας οικονομικής κρίσης- κάνουν ήδη την εμφάνισή τους.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ