Πολλά είναι αυτά που ήδη έχεις δει, μα ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις. To σύνθημα, γραμμένο με μαύρα γράμματα στον τοίχο του απέναντι σπιτιού, χαμηλά, να αγγίζει το παράθυρο του υπογείου, «Θάνατος στη Μάριαν», φωνάζει τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια, εσύ δεν ξέρεις, δεν μπορείς ακόμη να φανταστείς πόση απόγνωση προκαλεί η εγκατάλειψη, πόσο εμπρηστική μπορεί να γίνει η μοναξιά όταν δε βρει δρόμους έμπνευσης και δημιουργίας. Η Μάριαν, ποιος ξέρει, μάλλον μετακόμισε τις ελπίδες και τους φόβους της, τώρα απ' το παράθυρο του υπογείου διαμερίσματος, κάθε φορά που βρέχει, ξεπροβάλλει μια 12χρονη κοπελίτσα, σκαρφαλωμένη πάνω σε ποιος ξέρει τι, καρέκλα ή ντιβάνι το πιθανότερο. Το πρόσωπό της, κάθε φορά, λάμπει ανεξήγητα, κι ας τρέχουν μπρος του ορμητικά τα βροχόνερα, κι ας απειλούν με πλημμύρα το φτωχικό της. Τα χέρια της, στο ίδιο ύψος που ακουμπούν τα πόδια των βρεγμένων περαστικών, τεντώνουν, οι χούφτες της ανοίγουν να μαζέψουν τη δροσιά της ζωής. Μια φωνή από μέσα, της πλύστρας μάνας που 'ρθε απ' τα ξένα με τρία κορίτσια αγκαλιά, την είδαμε πολλές φορές μαζί, χαράματα να ξεκινάει για τα μεροκάματα και σούρουπο να μπαίνει στο σπίτι, όπου άλλοτε, αντί αντιτίμου, «γευόταν» τον έρωτα η Μάριαν, η συμπατριώτισσά της...
Εσύ τη βροχή τη γνώρισες απ' τον τρίτο όροφο, από κει την αγναντεύεις, κάθε φορά με τη σιγουριά και την ασφάλεια που δίνουν τα ψηλά πατώματα, όχι πάντα όμως, γιατί θα 'ρθει ο καιρός, θα 'ρθει η ίδια η ζωή να σου μάθει πως πολλές φορές ό,τι θεωρείς βέβαιο είναι σχεδόν ψευδαίσθηση, ό,τι θεωρείς όνειρο είναι η πραγματικότητα που φοβήθηκες να δεις το πρόσωπό της. Ζηλεύω αυτή την ανεξήγητη λάμψη στο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας, κάθε φορά που αγωνίζεται να αγγίξει λίγες σταγόνες βροχής, αυτός ο αγώνας είναι ίσως η πιο μεγάλη παρακαταθήκη για τη ζωή της. Εσύ δε θα χρειαστεί να παλέψεις γι' αυτά, μη νομίζεις όμως πως αυτό σε κάνει πιο δυνατό, τη δύναμη θα την ανταμώσεις μόνον όταν σκύψεις, όταν μυρίσεις την υγρασία ενός υπογείου, όταν νιώσεις πώς είναι να 'σαι μόνος κι απελπισμένος, κυνηγημένος σαν τη Μάριαν.
Δεν ξέρω αν στον Παράδεισο φτάνει κανείς περνώντας πρώτα απ' την Κόλαση, είναι πολλά αυτά που ακόμα δεν έμαθα, αυτά που δε θα προλάβω να μάθω, περιμένω εσένα να με διδάξεις, να μου θυμίσεις όσα δεν έπρεπε να ξεχάσω, να μου μιλήσεις με λέξεις που έμειναν παθητικές στην επίθεση της σιωπής. Ξέρω πως εσύ θα 'χεις τις ερωτήσεις, εγώ υποτίθεται πως πρέπει να 'χω για όλες μια πειστική απάντηση, μα λέω να μην παίξουμε έτσι το παιγνίδι, να το οδηγήσουμε σε άλλους δρόμους, πιο αβέβαιους και συναρπαστικούς. Προς το παρόν ας μείνουμε στο ελάχιστο, ας συνεχίσουμε δηλαδή να απλώνουμε μαζί τα χέρια, διψασμένα για λίγες σταγόνες βροχής, με το δικό μου βλέμμα μονίμως καρφωμένο στο μαύρο σύνθημα του υπογείου και το δικό σου στα περιστέρια που ψάχνουν καταφύγιο στα απέναντι μπαλκόνια...
Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ