Προετοιμάζουν το έδαφος για νέα έξαρση του τιμαρίθμου, που την αποδίδουν στον πόλεμο σε βάρος του Ιράκ και στις αναμενόμενες ανατιμήσεις του πετρελαίου
«Αβεβαιότητες» για τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ εκφράζει και ομολογεί δημόσια η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Αξιοποιώντας αυτό το πλαίσιο, προετοιμάζουν το έδαφος για νέα και ακόμη μεγαλύτερη έξαρση του τιμαρίθμου και την αποδίδουν στη ραγδαία, αλλά απροσδιόριστου ύψους, ανατίμηση που θα πάρει το πετρέλαιο, το οποίο να σημειωθεί κυμαίνεται ήδη στα πολύ ψηλά επίπεδα των 32 δολ. το βαρέλι. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι σε τέτοιες περιόδους που «ο εθνικός πλούτος μειώνεται, κάποιοι πρέπει να πληρώσουν» και αυτοί είναι οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι που θα γνωρίσουν νέα μείωση των εισοδημάτων τους λόγω των «πληθωριστικών πιέσεων».
Από τα λεγόμενα των παραγόντων του υπουργείου Οικονομίας προκύπτει σαφώς η πεποίθησή τους ότι η σχεδιαζόμενη ιμπεριαλιστική επέμβαση θα συμπέσει με την ελληνική προεδρία της ΕΕ.
Τις προτεραιότητες της ελληνικής προεδρίας ενόψει της ανάληψης των «καθηκόντων» της από τη 1η Γενάρη του 2003 θα ανακοινώσει την ερχόμενη Δευτέρα ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης. Μεταξύ των θεμάτων που θα διαχειριστεί η ελληνική κυβέρνηση, εκτός βέβαια από την απλόχερη στήριξη που θα δώσει στις σχεδιαζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις σε βάρος του Ιράκ, είναι η «κοινή πολιτική» πάνω στη φορολογία των αποταμιεύσεων και τη φορολογία της ενέργειας. Σε ό,τι αφορά στις αποταμιεύσεις, οι διαβουλεύσεις περιστρέφονται γύρω από τις δυνατότητες «αυτόματης πληροφόρησης» για τα εισοδήματα από τόκους που έχουν οι κάτοικοι ενός κράτος σε άλλο κράτος. Ζητούμενο είναι η απόδοση μέρους του φόρου στο κράτος στο οποίο είναι κάτοικος ο καταθέτης. Το όλο θέμα δε φαίνεται να «διευθετείται» καθώς προσκρούει στην πλήρη άρνηση της Ελβετίας (που δεν είναι μέλος της ΕΕ) αλλά και χωρών της ΕΕ, όπως η Αυστρία. Είναι φανερό ότι μια τέτοια λύση (που όμως δε φαίνεται στον ορίζοντα) θα ωφελούσε τους προϋπολογισμούς και των ελληνικών κυβερνήσεων καθώς είναι γνωστό ότι οι διάφοροι μεγαλόσχημοι Ελληνες έχουν τις καταθέσεις στην Ελβετία και αλλού. Η βασική αντίθεση για μια «κοινή πολιτική» φορολόγησης της ενέργειας βρίσκεται ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία, με την τελευταία να επιθυμεί χαμηλούς συντελεστές φορολόγησης στην ενέργεια και τις μεταφορές.