Ηελληνική γλώσσα, λένε αυτοί που τη μελετούν και τη συγκρίνουν με τις άλλες γλώσσες του κόσμου, είναι η πιο πλούσια από όλες. Είναι, λένε, η πιο περιγραφική, γιατί έχει πολλές δυνατότητες σύνθεσης. Ετσι, μπορεί με πολλούς τρόπους να περιγράψει ένα γεγονός, να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο και να ορίσει με τις πιο λεπτές αποχρώσεις μια συμπεριφορά. Εχει, ισχυρίζονται πάλι οι ειδικοί μελετητές, τη δυνατότητα, με τους κανόνες που διαθέτει, να μαζεύει, μια δυο και καμιά φορά τρεις λέξεις μαζί και να φτιάχνει μια καινούρια με άλλο περιεχόμενο και πολλές φορές πιο ευρύ από αυτό που είχαν οι δυο ή οι τρεις λέξεις χωριστά. Με τον τρόπο αυτό όσοι μιλούν σωστά την ελληνική γλώσσα μπορούν με τρόπους πολλούς να λένε αυτό που θέλουν και αυτοί που τους ακούν να καταλαβαίνουν εύκολα. Και όταν λέω να «λένε», έχω στο μυαλό μου ό,τι λέγεται στην αγορά, στην εκκλησία, στη Βουλή, στο πεζοδρόμιο. Να πουλάς, δηλαδή, να προσεύχεσαι, να βρίζεις και να κουτσομπολεύεις. Να λες σ' αγαπώ.
Εγώ βέβαια δεν πιστεύω πως μόνο η ελληνική γλώσσα έχει αυτές τις ιδιότητες. Νομίζω πως υπάρχουν και άλλες γλώσσες στον κόσμο που έχουν αυτά τα πολύτιμα χαρακτηριστικά της σύνθεσης και της παραγωγής. Ας είναι όμως. Δε θα μαλώσουμε τώρα για το αν έχει μοναδικές αρετές η γλώσσα μας ή όχι. Εκείνο που έχει για μένα όμως μεγάλη σημασία είναι η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη. Και γι' αυτό θα συμφωνήσω απόλυτα με την άποψη που υποστηρίζει πως φτωχαίνει η γλώσσα, όταν φτωχαίνει η συλλογική σκέψη. Και την ελληνική γλώσσα δεν τη φτώχαινε η απόφαση να μη διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Οι συνήθειες της καπιταλιστικής μας κοινωνίας τη φτώχαιναν. Η ιδεολογία της αγοράς και η υστερία του κέρδους, η άγλωσση τηλεόραση και τα σαθρά νοήματα της κυβερνητικής φλυαρίας.
Και αν θέλεις, καλέ μου σύντροφε, να διαπιστώσεις πως αυτά που σου λέω δεν είναι υπερβολές και αυθαιρεσίες, διάβασε και άκουσε προσεκτικά αυτά που γράφονται και λέγονται τον τελευταίο καιρό, «εν όψει» και των εκλογών εναντίον του ΚΚΕ. Μέτρησε, δηλαδή, μια μια τις λέξεις που χτίζουν σιγά και σταθερά αυτό που στην τρέχουσα πολιτική ορολογία χαρακτηρίζεται ως «αντικομμουνιστική προπαγάνδα». Και τότε θα διαπιστώσεις πολύ εύκολα πως όλες αυτές οι λέξεις, τα σχήματα λόγου και τα επίθετα δεν είναι αυτής της εποχής. Οι σκέψεις που κρύβουν μέσα τους όλα αυτά θυμίζουν άλλες πικρές εποχές. Τότε που η άρχουσα τάξη μπέρδευε την εθνική υποταγή με την εθνικοφροσύνη, και την κοιμισμένη συνείδηση με τη «νομιμότητα». Τις εποχές εκείνες που στήνονταν στον τοίχο οι ήρωες και βραβεύονταν οι δοσίλογοι. Βέβαια δεν έχω χώρο για να σου αραδιάσω σε τούτο το κείμενο πολλά παραδείγματα. Θα περιοριστώ μόνο στη λέξη που διάλεξα να βάλω σήμερα ως τίτλο.
«Οι μπαρουτοκαπνισμένοι» είπε ένας από αυτούς τους απόλεμους, που σαλιαρίζουν κάθε μέρα, παίρνοντας μέρος στον πόλεμο των άδειων λέξεων και των σαθρών επιχειρημάτων, που δε θυμούμαι το όνομά του, γιατί είναι τόσο ασήμαντο, γι' αυτό και δεν μπήκα στον κόπο να το συγκρατήσω. Υστερα είναι που μου θυμίζει και εκείνους τους παιδικούς φίλους που μην μπορώντας να τα βάλουν μαζί σου στ' ανοιχτά, σε παραφύλαγαν στη γωνιά και μόλις τους γύριζες την πλάτη σού πέταγαν την πέτρα, που κρατούσαν σφιχτά στο χυδαίο τους χέρι. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι, λοιπόν, είπε αυτός ο ρήτορας των άδειων λέξεων, φεύγουν σιγά σιγά από το ΚΚΕ. `Η κάπως έτσι, τέλος πάντων. Φυσικά, δεν έχω πρόθεση να επιχειρηματολογήσω, για να του δείξω πως έκανε λάθος στη γλωσσική του σύνθεση. Δυο λόγια θέλω να του πω μονάχα, για να τον αναγκάσω να ξεχωρίζει, από δω και μπρος, το πρόσωπο από την πλάτη και να μάθει έτσι πού να πετάει τις πέτρες που του βάζουν άλλοι στο χέρι.
Και θα το κάνω αυτό γιατί φοβούμαι πως αυτός ο πυγμαίος λογοκάπηλος πιστεύει ότι φεύγοντας από το ΚΚΕ, γιατί είχε αρχίσει να φοβάται τον καπνό του καθημερινού αγώνα, πήρε κατά λάθος και όλο το μπαρούτι μαζί του. Οσο για τους μπαρουτοκαπνισμένους, που δεν τους βλέπει στο παλιό του κόμμα, είναι γιατί τώρα πια τα πρόσωπά τους δεν καπνίζονται, γιατί τα ξεπλένει ο ιδρώτας του καθημερινού αγώνα. Να!
Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ