Τα χρόνια του πολέμου ενάντια στο φασισμό έδωσαν νέα ώθηση στη γελοιογραφία και στην εκτέλεση αφισών με θέμα τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ο Γιάννης Κεφαλληνός και οι μαθητές του φιλοτέχνησαν, δωρεάν, αφίσες για τον αγώνα ενάντια στους Ιταλούς. Κορυφαία στιγμή οι τέσσερις αφίσες που γέμισαν τους τοίχους της Αθήνας φιλοτεχνημένες από τους Α. Τάσσο, Κ. Γραμματόπουλο και Β. Κατράκη. Σ' αυτήν την περίοδο φιλοτεχνήθηκαν και μια σειρά γελοιογραφιών από τον Γιώργο Φαρσακίδη, οι οποίες σατίριζαν τους Γερμανούς του εργοστασίου όπου δούλευε ο καλλιτέχνης, στη Θεσσαλονίκη, και αργότερα σατίριζαν τα γεγονότα. Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και μερικές ήταν τυπωμένες σε πολύγραφο. Αλλες έγιναν ταμπλό και κρεμάστηκαν.
Η άνοδος του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την προβολή και ανάπτυξη του πολιτικού ρόλου της χαρακτικής. Ετσι, για πρώτη φορά η χαρακτική απέκτησε τόσο έντονα κοινωνική σημασία. Η μαζική χαρακτική έγινε ο σημαντικότερος τομέας της τέχνης και διαμόρφωσε ένα κίνημα με δικά του ιδεολογικά, λειτουργικά και αισθητικά γνωρίσματα. Κάτω από την επίδραση των γεγονότων της κοινωνικής ζωής, η ακαδημαϊκή κατεύθυνση, η οποία χαρακτήριζε τις προηγούμενες δεκαετίες, μετασχηματίστηκε.
Η προοδευτική, αγωνιστική χαρακτική, η οποία ξεκίνησε με δημοσιεύσεις στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» και σε άλλα προοδευτικά έντυπα, αυτή την περίοδο έγινε η κύρια κατεύθυνση. Γύρω της συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των καλλιτεχνών και δημιουργήθηκαν πολλά χαρακτικά έργα που έμμεσα ή άμεσα συνδέθηκαν με τον πολιτικό αγώνα. Παλιότεροι και νεότεροι δημιουργοί, ανώνυμοι και επώνυμοι, εξέφρασαν, με τα «όπλα» που διέθεταν, τη δυστυχία και τον πόνο, αλλά και την πίστη τους για ένα καλύτερο αύριο. Οι Γιάννης Κεφαλληνός, Γιώργος Φαρσακίδης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Γιολδάσης, Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη, Λουκία Μαγγιώρου, Γ. Βελισσαρίδης, Βάσω Κατράκη, Χρήστος Δαγκλής, Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, Βάλιας Σεμερτζίδης, Α. Τάσσος και πολλοί ακόμα συνέθεσαν έναν ενιαίο τύπο προπαγανδιστικής τέχνης, σαφή, πειστικό και άμεσο ως προς το περιεχόμενό του. Ξεχωριστή θέση κατέχει η δημιουργία του Αντώνη Πρωτοπάτση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σκιτσάρει για το «Ριζοσπάστη», τη «Μάχη» και την «Ελεύθερη Ελλάδα». Τα σχέδιά του αυτά αποτύπωσαν φιγούρες και γεγονότα σημαντικά όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά για τη δραματική περίοδο αυτού του τόπου, που συνοδεύτηκε με τις εκτοπίσεις και την εξόντωση των αγωνιστών της Αντίστασης από το μετεμφυλιακό κράτος (και παρακράτος) της Δεξιάς.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια ιδιαίτερη σημασία κατέχει η δημιουργία του Σπ. Βασιλείου. Τα πρώτα του χαρακτικά, τα οποία αποτελούν την εικονογράφηση στο βιβλίο του Αγγελου Σικελιανού «Ακριτικά», μπορούν να θεωρηθούν ως η αρχή της προπαγάνδισης του αντιστασιακού αγώνα. Αφιερωμένο σε μια ιδέα, την ιδέα της ελευθερίας και ανεξαρτησίας, το έργο του χαράκτη και του ποιητή ενώνεται σε μια «ψυχή». Στις συνθέσεις αυτής της σειράς εύκολα ανακαλύπτει κανείς την επίδραση της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής τέχνης. Στο βιβλίο του Σκίπη «Πίσω απ' τα τείχη», το οποίο εικονογράφησε ο Σπ. Βασιλείου λίγο αργότερα (1943), η αλληγορία γίνεται επίμονη και άμεση.
Μέσα σ' αυτό το πνεύμα κινούνται και οι δημιουργίες της Λουκίας Μαγγιώρου. Κοινή ιδέα των έργων της: Η συνέχεια των παραδόσεων του ελληνικού λαού για την ελευθερία. Στο χαρακτικό του 1945 «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά» απεικονίζεται ο ήρωας πολεμιστής του 1821 και ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Χέρι χέρι βρίσκονται ενωμένοι στο νέο αγώνα. Η Λ. Μαγγιώρου μαζί με την Β. Κατράκη, τον Τάσσο και τον Γ. Βελισσαρίδη συμμετέχουν στο παράνομο άλμπουμ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που εκδόθηκε το 1943. Στο λεύκωμα αυτό δημιουργεί δύο έργα, τα οποία συνοδεύουν στίχους δημοτικών τραγουδιών που υμνούν τη δύναμη και την ομορφιά των λαϊκών ηρώων. Ομως, η συνέχεια της παράδοσης δεν αποτελεί μόνον το θέμα των έργων της, αλλά καθορίζει και την επιλογή του τρόπου της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η Λ. Μαγγιώρου απευθύνεται με λαϊκή τέχνη, επιχειρώντας να κάνει τα έργα της απλά και κατανοητά στον καθένα. Τόσο τα χαρακτικά του Σπ. Βασιλείου, όσο και εκείνα της Λ. Μαγγιώρου εμφανίστηκαν ως απάντηση στα γεγονότα της εποχής της Αντίστασης. Είναι διαποτισμένα από το δραματικό πάθος που χαρακτηρίζει την τέχνη εκείνων των χρόνων. Υπάρχει όμως και μια σημαντική στροφή προς τις παραδοσιακές λαϊκές μορφές, προς τα παραδοσιακά στοιχεία της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Μαθήτρια του Γ. Κεφαλληνού και η Β. Κατράκη, δημιουργεί τα πρώτα της έργα κάτω από την επίδραση του δασκάλου της. Είναι ειδυλλιακά-λυρικά τοπία, απλοί καθημερινοί άνθρωποι των παιδικών της χρόνων, που σαν ψυχικό σύμβολο χρωματίζουν τα έργα της και τα οδηγούν στο γνωστό κλίμα μιας βαθιάς δραματικής λυρικής αίσθησης ενός τόπου και ενός λαού. Γενικά, στο εργαστήρι του Κεφαλληνού έπνεε αέρας δημοκρατικής ελευθερίας και η συμβολή του εργαστηρίου του στάθηκε πατριωτική και στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί, με την καθοδήγηση του Κεφαλληνού, τυπώθηκαν πολλά αντιστασιακά έργα του αγώνα. Οραματιστής και αγωνιστής ο Γ. Κεφαλληνός, φιλοτέχνησε δεκάδες έργα, πλημμυρισμένα από το βαθύ ανθρώπινο πόνο, από τον πύρινο ποταμό της Κατοχής. Μερικά, μάλιστα, από το μαρτυρολόγιο που τ' ονομάζει «Λιμό της Κατοχής» (1942), καταστράφηκαν από τους Γερμανούς. Τις ξυλογραφίες του που ήταν εμπνευσμένες από τους αγώνες για ελευθερία, τις παρουσίασε το 1948, στην «Πανελλήνια Καλλιτεχνική Εκθεση».
Τα χρόνια του πολέμου και το κίνημα της Αντίστασης έβαλαν τη σφραγίδα τους και στο έργο του Β. Σεμερτζίδη. Ο εθνικός ρομαντισμός και η διακοσμητικότητα, που χαρακτηρίζουν τη δουλιά του καλλιτέχνη στη δεκαετία του '30, δίνουν τη θέση τους στην άμεση αίσθηση της πραγματικότητας. «Τα παιδιά της πείνας» (ολόκληρη σειρά 1941- 1943), «1941», «Χειμώνας 1941», είναι μερικά από τα έργα αυτής της περιόδου. Τα περισσότερα είναι σειρές σχεδίων εκ του φυσικού. Βασικό για τον Β. Σεμερτζίδη είναι ένα έργο ντοκουμέντο, ένα ευρύ πανόραμα της ίδιας της ζωής, μια κραυγή ενάντια στον πόλεμο και στα δεινά του, ενάντια στο θάνατο και στην καταστροφή. Σ' αυτές τις σειρές ο καλλιτέχνης επανέρχεται για πολλά χρόνια. Μπορούμε να πούμε ότι ο Β. Σεμερτζίδης εγκαινίασε μια νέα ιδεολογική-καλλιτεχνική κίνηση. Μια κίνηση που στηρίχτηκε στην πείρα της Αντίστασης και αποτέλεσε την επαναστατική δημοκρατική κατεύθυνση στην ελληνική τέχνη των μεταπολεμικών χρόνων.
Η δικτατορία του Μεταξά βρίσκει τον Χρ. Δαγκλή σπουδαστή να συμμετέχει στην παράνομη δουλιά για την ανατροπή της. Ο δάσκαλός του, Γ. Κεφαλληνός, οργανώνει το εργαστήρι για τις παράνομες αφίσες. Μαζί του και ο Χρ. Δαγκλής. Με την κήρυξη του πολέμου, βρίσκεται στρατιώτης στην Κέρκυρα και φεύγει για τα Γιάννενα, όπου συμμετείχε στην τοπική οργάνωση του ΕΑΜ και στην έκδοση της εφημερίδας «Ο Αγωνιστής». Το 1942, ο Χρ. Δαγκλής φεύγει για την Αθήνα. Ολο αυτό το διάστημα, αποσπασμένος στην ΕΠΟΝ, εργάζεται παράνομα στα οργανωτικά και παράλληλα χαράσσει ένσημα και άλλο παράνομο υλικό. Το Μάη του 1944 συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στο «κελί των μελλοθανάτων» στο Γουδί. Ακολουθούν τέσσερις μήνες βαρβαρότητας και κτηνωδίας. Ο Δεκέμβρης του '44 τον βρίσκει στη διαφώτιση της ΚΕ του ΕΑΜ. Το Μάη του 1946 και πάλι συλλαμβάνεται για «αντεθνική δράση» και ακολουθούν (έως τα τέλη του '56), τα χρόνια της εξορίας. Στα σχέδιά του και στα χαρακτικά του μένει περισσότερο πιστός στην ανθρώπινη μορφή και στις σκηνές από τα βιώματα και τη ζωή των εξορίστων. Η καλλιτεχνική του δημιουργία έχει ως ερέθισμα και αφετηρία την οπτική πραγματικότητα.