Κυριακή 29 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Διά χειρός Φώτη Κόντογλου

Η συστηματική αναζήτηση διδαγμάτων στο χώρο της παράδοσης στάθηκε ο γοητευτικός δρόμος που ακολούθησε. Αναδρομική έκθεση του Φώτη Κόντογλου (1895 - 1965), του σημαντικότερου ίσως εκπροσώπου της νεοβυζαντινής ζωγραφικής, φιλοξενείται έως τις 3 του Νοέμβρη στην «Casa Bianca» στη Θεσσαλονίκη. Ζωγράφος προικισμένος με πλούσιο ταλέντο, γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, με αδιόρατη προτίμηση προς τον εξπρεσιονισμό, ο Φ. Κόντογλου έθεσε ως σκοπό της ζωής του τη δημιουργία μιας ζωγραφικής αυθεντικά ελληνικής, πιστεύοντας ότι η ελληνική έκφραση βρίσκεται στη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη, καθώς και σε έργα της αρχαιότητας, όπως στις προσωπογραφίες του Φαγιούμ. Η αντίθεσή του προς κάθε είδους ρεαλισμό, τον οδήγησε μορφολογικά σε καλλιτεχνικές εκφράσεις που δε χρησιμοποιούσαν τα «τεχνάσματα» της προοπτικής, ούτε τη χλιδή του χρώματος.

Ο νεαρός Φώτης Αποστολέλλης (όπως ήταν το πατρικό του όνομα, ενώ το Κόντογλου ήταν το όνομα της μητέρας του) παρακολούθησε μαθήματα στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες, όπου υπήρχε φημισμένο σχολείο. Με το όνομα Αποστολέλλης έχει υπογράψει τα παιδικά και εφηβικά του έργα. Αργότερα χρησιμοποίησε κάποια άλλα ψευδώνυμα (Πάλμας), για να καταλήξει στην επιλογή του μητρωνύμου Κόντογλου, ίσως και χάρη στο θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου, που ανέλαβε, μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, την κηδεμονία και ανατροφή του. Κατά τα μαθητικά του χρόνια εμφανίστηκαν τα δύο ταλέντα του: της ζωγραφικής και το συγγραφικό. Το μαθητικό εικονογραφημένο περιοδικό, που εκδίδει με συμμαθητές του, αποτελεί βήμα για την πρώιμη εμφάνιση των δημιουργικών του ικανοτήτων. Το 1913 βρίσκεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία εγκαταλείπει δύο χρόνια αργότερα και φεύγει στη Γαλλία. Ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και καταλήγει στο Παρίσι, όπου δεν παρακολουθεί συστηματικά μαθήματα ζωγραφικής, αλλά εργάζεται στο περιοδικό «Ιλιουστρασιόν», κάνοντας εικονογραφήσεις, μερικές από τις οποίες βραβεύονται σε διαγωνισμό. Στο Παρίσι γράφει και το αριστούργημά του «Pedro Cazas», που θα εκδοθεί μετά την επιστροφή του στην Αθήνα.

Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί και εργάζεται στο γυμνάσιο ως καθηγητής των Γαλλικών και των Τεχνικών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας αρχικά στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα, όπου εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Είναι τότε που επισκέπτεται το Αγιον Ορος κι έρχεται σε πρώτη ουσιαστική επαφή με τη ζωγραφική. Στα 1925 εκδίδει τη «Φιλική Εταιρία», ένα περιοδικό τέχνης και «ελέγχου», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, με συνεργάτες τους: Κ. Βάρναλη, Δ. Πικιώνη, Γ. Κεφαλληνό κ.ά. Το 1932 τοιχογραφεί το σπίτι του με την τεχνική της νωπογραφίας, έχοντας ως βοηθούς του τους μαθητές του Γ. Τσαρούχη και Ν. Εγγονόπουλο. Στη γενική συνθετική αντίληψη ακολουθεί τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών με θέματα όμως κοσμικά, εξωτικά στις μεγάλες συνθέσεις και μορφές αρχαίων ποιητών στα στηθάρια.

Το μεγάλο έργο του στην κοσμική ζωγραφική θα το πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο. Από το 1937 έως το 1939/40 ζωγραφίζει στο Δημαρχείο της Αθήνας τέσσερις σε εντοιχισμένους καμβάδες συνθέσεις στο ισόγειο και τους τέσσερις τοίχους του τότε αναγνωστηρίου. Στις μεγάλες αυτές μνημειακές συνθέσεις επιχειρεί να απεικονίσει την ενότητα και συνέχεια του ελληνισμού, ζωγραφίζοντας συνθέσεις ιστορικές και πνευματικές προσωπικότητες από τη μυθολογία έως την Επανάσταση του 1821. Η αντίθεσή του προς το ρεαλισμό τον οδήγησε μορφολογικά στη λιτή καλλιτεχνική του έκφραση. Το σχέδιό του αποφασισμένο, οι συνθέσεις ήρεμες και ισορροπημένες, ντύνονται με χρώματα στα οποία αποφεύγονται οι δυνατοί τόνοι και επικρατεί μια χαμηλόφωνη αρμονία.

Στην εκκλησιαστική ζωγραφική συνέχισε τη μεταβυζαντινή παράδοση, χωρίς φιλολογικούς ιστορισμούς. Με τους μαθητές του δημιουργεί μεγάλο αριθμό εικόνων (περίπου 600) και «ντύνει» με τις τοιχογραφίες του δεκαπέντε περίπου μικρούς και μεγάλους ναούς. Ανάμεσά τους ο βυζαντινός ναός της Καπνικαρέας, ο Αγιος Ανδρέας στα Κάτω Πατήσια (1950), ο Αγιος Χαράλαμπος στο Πεδίον του Αρεως (1954), ο Αγιος Γεώργιος στην Κυψέλη (1954) κ.ά. Την πείρα την οποία είχε αποκτήσει ζωγραφίζοντας με τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της βυζαντινής παράδοσης, από τη διδασκαλία αλλά και τη μελέτη παλαιών κειμένων, τη συγκέντρωσε στο δίτομο βιβλίο του «Εκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας», που τιμήθηκε με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1960). Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των λζ΄ Δημητρίων.


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ