Εκτενή αποσπάσματα από την παρέμβαση της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στη χτεσινή συζήτηση της Επίκαιρης Επερώτησης του Κόμματος στη Βουλή
Eurokinissi |
Η Αλέκα Παπαρήγα ξεκίνησε την ομιλία της με αναφορά στη διεθνή οικονομική κατάσταση, στη διεθνή ύφεση, την οποία όλο και πιο συχνά επικαλούνται κυβερνητικά στελέχη. Τόνισε πως «η ελληνική κυβέρνηση είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη διεθνή στρατηγική, η οποία ακολουθείται με τις γνωστές εξελίξεις, όπου έχουμε την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, την αρπαγή, κυριολεκτικά, κοινωνικών κατακτήσεων, ιδιωτικοποιήσεις, ανατροπή εργασιακών σχέσεων με όλη αυτήν τη φιλοσοφία της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της αύξησης της πίτας για τους λίγους» και σημείωσε πως «το συμπέρασμα είναι ότι όλη αυτή η υπόθεση είναι σύμφυτη με τη συγκέντρωση κεφαλαίου, με την ίδια την κερδοφορία και όχι απλά με το θέμα της κερδοσκοπίας».
«Αναμφισβήτητα», τόνισε, «έχουμε τα κλασικά φαινόμενα όπου από τη μια μεριά διαμορφώνεται μια υπερπαραγωγή, που συσχετίζεται όμως με μία διαδικασία συνεχούς υποκατανάλωσης. Δε θα έλεγε βέβαια κανείς ότι είναι μια πραγματική υπερπαραγωγή σε σχέση με τις ανάγκες, αλλά υπερπαραγωγή σε σχέση με την ικανότητα των λαών να καταναλώνουν τα παραγόμενα αγαθά και τις υπηρεσίες. Είναι μια ικανότητα καθαρά χρηματοδοτική και όχι βεβαίως κάτι το υποκειμενικό».
«Ο πρωθυπουργός είπε ότι η πίτα αυξάνεται», τόνισε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. «Τον παρακολούθησα χτες κατά την επίσκεψή του στο γήπεδο της Αρσης Βαρών, όπου είπε ότι «η πίτα αυξάνεται και ένας από τους βασικούς παράγοντες είναι ότι αυτό συνεπάγεται από έργα και δραστηριότητες για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων».
Γιατί τα λέμε αυτά; Γιατί εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί το ζήτημα και νομίζουμε ότι πρέπει να ξεκαθαριστεί και από τα κόμματα και από το οργανωμένο κίνημα, ιδιαίτερα από τα συνδικαλιστικά όργανα των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Θα δεχτούμε, τελικά, την επίκληση της διεθνούς ύφεσης και των δυσκολιών που προστίθενται στην Ελλάδα; Θα δεχτούμε ως παράγοντα καθορισμού των κατακτήσεων των εργαζομένων στην Ελλάδα ή των απολαβών τους το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της ύφεσης κλπ; Θα δεχτούμε όλα αυτά είτε πραγματοποιούνται είτε όχι; Η παραγωγικότητα βρίσκεται σε περίοδο προόδου, η ανταγωνιστικότητα όχι, η σύγκλιση δεν προωθείται. Θα δεχτούμε αυτούς τους στόχους που θέτει η κυβέρνηση ως εθνικούς στόχους, ως στόχους στους οποίους θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν, να συμμορφωθούν και να υποταχτούν οι εργαζόμενοι;
Εμείς λέμε όχι, διότι άλλοι είναι οι στόχοι της πλουτοκρατίας του τόπου μας και άλλοι είναι οι στόχοι των εργαζομένων.
Η εικόνα της κατάστασης των εργαζομένων που δίνει ο Κ. Σημίτης δεν είναι ωραιοποιημένη, όπως ακούμε. Μακάρι να ήταν ωραιοποιημένη, γιατί τότε η οικονομία θα ήταν κάτι καλό, κάτι ωραίο, που θα ωραιοποιούνταν. Πρόκειται για πλήρη παραποίηση και αντιστροφή της πραγματικότητας. Εδώ έχουμε σαφή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαών, σαφή επιδείνωση των εισοδημάτων, σαφή επιδείνωση όλων εκείνων των παραγόντων που αναφέρονται στην καθημερινότητα της ζωής μας και σε αυτό που εμείς λέμε κοινωνική λαϊκή ευημερία, που είναι το ζητούμενο.
Θα ήθελα να σταθώ σε εκείνους τους κρίσιμους παράγοντες που καθορίζουν τη στάση μας, απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και τη στάση μας απέναντι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Πρώτο ζήτημα: Η άλλη όψη της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της σύγκλισης είναι οι εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων. Για εμάς είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίζονται όλα τα άλλα. Δεν μπορεί η κυβέρνηση να μιλάει, για παράδειγμα, για φοροαπαλλαγές, για κοινωνική πολιτική, για εισοδηματική πολιτική, όπως τη βλέπει και την καταλαβαίνει η ίδια, χωρίς να ξεκινάει από το ένα το κρατούμενο, που είναι για εμάς οι εργασιακές σχέσεις. Είναι καλό να γίνονται αυξήσεις -όχι τα ψίχουλα που σκέφτεστε να δώσετε- αλλά και λίγο παραπάνω. Αυτές δεν μπορούν να αποτιμηθούν σαν αυξήσεις που έχουν αποτέλεσμα στο βιοτικό επίπεδο του εργαζομένου, αν δεν ξεκινήσουμε από το ζήτημα τι εργασιακές σχέσεις ισχύουν.
Αναμφισβήτητα η Ελλάδα θεωρείται ότι υστερεί σε ορισμένα πράγματα σε σχέση με την ΕΕ, με την έννοια ότι η Ελλάδα, κάτω από την αντίσταση και τη δράση των εργαζομένων, αλλά και για μια σειρά άλλους παράγοντες προσαρμογής, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης παραμένει σχετικά χαμηλό.
Τα μέτρα που λαμβάνονται τώρα από τη μεριά της κυβέρνησης είναι προς την εξής κατεύθυνση:
Γενίκευση της εργασιακής ευελιξίας, αναδιάρθρωση του εργάσιμου χρόνου, πράγμα που βεβαίως οδηγεί στην αύξηση του ποσοστού της μερικής απασχόλησης, αλλά και σε ορισμένες άλλες εκφράσεις, που έχουν η εργασιακή ευελιξία και η αναδιάρθρωση του εργάσιμου χρόνου, που είναι το κυνήγι της πολλαπλής απασχόλησης για ένα μεροκάματο και για έναν μισθό και η παράταση του εργάσιμου χρόνου και γι' αυτούς που δουλεύουν με μερική απασχόληση.
Δηλαδή, ενώ η μερική απασχόληση θεωρείται ως μια βασική μονάδα, από εκεί και πέρα οι ίδιοι οι μερικά απασχολούμενοι δουλεύουν περισσότερο, δεν αμείβονται όλες τις υπερωρίες που θα αμείβονταν και έτσι δημιουργείται το εξής θέμα: Εχεις τη σταθερή και πλήρη απασχόληση με πάρα πολύ χαμηλό μισθό, έχεις την ανεργία, άρα προτίμησε τη μερική απασχόληση, που σου δίνει τάχα τη δυνατότητα να προσθέσεις νέες ώρες απασχόλησης, που στην πραγματικότητα είναι παράταση του εργάσιμου χρόνου και μείωση του επιπέδου απόδοσης των υπερωριών σε σχέση με αυτά που ίσχυαν κατά το παρελθόν.
Για εμάς, λοιπόν, το θέμα των εργασιακών σχέσεων είναι θεμελιώδες, γι' αυτό, όταν ζητάμε αυξήσεις μισθών π.χ. όταν λέμε να είναι χίλια ευρώ ο κατώτατος μισθός, 41 ευρώ το μεροκάματο, 820 ευρώ η κατώτατη σύνταξη και 15.000 ευρώ το αφορολόγητο όριο, το συνδυάζουμε ταυτόχρονα με τη δημιουργία προϋποθέσεων. Με την πάλη για σταθερή και πλήρη απασχόληση με κανονικές αποδοχές. Εμείς εδώ, βεβαίως, λαμβάνουμε υπόψη και την ανάγκη της μείωσης του εργάσιμου χρόνου σε καθολικό και γενικευμένο 35ωρο.
Θα πω για άλλη μια φορά ότι δεν μπορούμε να αποκόψουμε την αύξηση από το είδος των εργασιακών σχέσεων που κυριαρχούν. Για μας είναι η βάση, γιατί από εκεί και πέρα υπάρχει μερική Κοινωνική Ασφάλιση, μερική Πρόνοια, μερική περίθαλψη, μερικά τα πάντα. Αναμφισβήτητα αν ένας άνθρωπος αποφασίσει να ζήσει μέσα σε αυτήν τη στρούγκα των ψευτοδιλημμάτων, μπορεί να θεωρείται καλύτερη επιλογή για αυτόν η μερική απασχόληση -που και αυτή δε θα είναι μόνιμη, αλλά περιοδική- από τη μόνιμη ανεργία.
Αλλά το ζήτημα είναι αν θα βάλουμε στο μεγάλο ή στο μικρό κρεβάτι του Προκρούστη τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και το δίκαιο των εργαζομένων; Εμείς απαντάμε όχι. Υπάρχει όμως και άλλη πλευρά. Είναι γνωστή, πάρα πολλές φορές την έχουμε αναπτύξει, η εμπορευματοποίηση της κοινωνικής πολιτικής, η ταχύρυθμη και παραπέρα εμβάθυνση της εμπορευματοποίησης στην κοινωνική πολιτική, πάντα βεβαίως με ένα διευρυμένο και ένα ανεκτικότερο, σε σχέση με το σήμερα, σύστημα κοινωνικής πολιτικής. Πάντα ο εργαζόμενος είχε ελλείψεις και χρειαζόταν να βάλει το χέρι στην τσέπη, μόνο που τώρα θα το βάζει πιο πολλές φορές, παρά να χρειάζεται να χρησιμοποιεί αυτό το βιβλιάριο, που υποτίθεται ότι του δίνει τις κοινωνικές παροχές, τις οποίες έχει χρυσοπληρώσει με πολλούς τρόπους και με τις υψηλές, σε σχέση με τα εισοδήματα, εργατικές κρατήσεις.
Νομίζω πως είναι μια χαρακτηριστική απόδειξη των τελευταίων εξελίξεων το ότι με τις καινούριες φορολογικές μεταρρυθμίσεις που έκανε η κυβέρνηση, προέβλεψε την αύξηση των κινήτρων για την καταφυγή στην ιδιωτική Κοινωνική Ασφάλιση. Είναι μια από τις παραμέτρους το νέο μέτρο της κυβέρνησης. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Αν, για παράδειγμα, ήμασταν σε μια πορεία όπου το δημόσιο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, γενικότερα η κοινωνική πολιτική γινόταν πιο σύγχρονη, ευρύτερη, ουσιαστικότερη, αντιμετώπιζε, εάν θέλετε, όλες τις κακοδιαχειρίσεις και κακοτεχνίες του παρελθόντος, τότε δε θα υπήρχε κανένας λόγος να δίνονται κίνητρα για την Κοινωνική Ασφάλιση, που στην πραγματικότητα σημαίνει κίνητρα για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες.
Ηθελα να θέσω ακόμα και ένα άλλο στοιχείο που έχει σχέση με τις περίφημες φοροαπαλλαγές, στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ότι αυτές φτάνουν το ύψος του 1,4 δισ. ευρώ. Ομως, αυτές οι φοροαπαλλαγές δεν αφορούν τα φτωχά λαϊκά στρώματα ή γενικότερα μόνο τα λαϊκά στρώματα. Πάνω από 700 δισ. ευρώ αφορούν μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Επαίρεται η κυβέρνηση ότι όσοι έχουν εισόδημα πέντε εκατομμύρια δρχ. και πάνω το χρόνο πρέπει να κάνουν φορολογικές δηλώσεις. Δηλαδή υπάρχει μία απαλλαγή από τη γραφειοκρατία και την ατομική και κυρίως από τις εφορίες που ξέρουν πολύ καλά ότι η επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων στις εφορίες στοιχίζει πάρα πολύ.
Εγώ θα έλεγα και μια άλλη πλευρά και την αποδίδω στην κυβέρνηση, η οποία έχει πολύ καλή επικοινωνιακή πολιτική, με λίγες εξαιρέσεις. Τι εντύπωση δημιουργείται στον κόσμο; Οτι υπάρχουν αυτοί που παίρνουν μέχρι πέντε εκατομμύρια και αυτοί που παίρνουν πάνω από πέντε. Αν κάνουμε μια διαβάθμιση, θα δούμε ότι αυτοί που παίρνουν πέντε εκατομμύρια και κάτω δεν είναι στα 4,5 ή στα 4, υπάρχουν οικογένειες και με δύο και με δυόμισι εκατομμύρια και παρακάτω. Και θα ήταν χρήσιμο για τη στατιστική και ας είχε περισσότερη γραφειοκρατία, να υπέβαλαν όλοι φορολογικές δηλώσεις, να μπορούσαμε να ξέρουμε πόσες οικογένειες έχουν ενάμισι, δύο, δυόμισι, τρία, τρία διακόσια εκατομμύρια το χρόνο. Βολεύεται η κυβέρνηση, μας μένει το πέντε εκατομμύρια. Το κυριότερο όμως είναι το ζήτημα ότι ψίχουλα φοροαπαλλαγών αντισταθμίζονται με άλλες εισφορές και από εκεί και πέρα ανοίγει ο δρόμος, για να έχουμε συχνές φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο.
Από το 2003 αυξάνεται το κόστος του στεγαστικού δανείου. Αυτό το υπολογίζετε, απλά δεν το λέτε, το διαβάζουμε σε όλες τις εφημερίδες.
Δεύτερον, μειώνονται οι φοροαπαλλαγές για έξοδα που έχουν σχέση με αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Και αυτό, βεβαίως, για τις οικογένειες που έχουν 5,6,7 εκατομμύρια είναι ένα σοβαρό ποσόν. Ψίχουλα, λοιπόν, δίνετε και θα πάρετε δυστυχώς καρβέλια.
Αυτή είναι η άποψή μας και γι' αυτό όχι μόνο καταδικάζουμε, βεβαίως, την πολιτική αλλά θεωρούμε ότι ο ελληνικός λαός οφείλει, βγάζοντας συμπεράσματα βέβαια από όλη αυτή τη μακρόχρονη πείρα που έχει, να οργανώσει πολύ καλύτερα, πολύ ενωτικότερα και μεθοδικότερα την αντίθεση και αντεπίθεσή του και για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Αλλά και γιατί οι διεθνείς εξελίξεις θα δείξουν ότι θα σφίξει ακόμα περισσότερο η κατάσταση. Δυστυχώς οι καινούριοι τρομονόμοι που έρχονται διά στόματος του Φ. Πετσάλνικου δεν αφορούν το εάν ο αρχηγός μιας τρομοκρατικής οργάνωσης πρέπει να παίρνει περισσότερες ποινές από ό,τι το ενεργούμενο μέλος -αυτό είναι κάτι το κατανοητό- αλλά κυρίως έρχονται για να προσπαθήσουν, να επιδιώξουν, να παρεμποδίσουν τη γνήσια και πραγματική έκφραση των διαθέσεων και αναζητήσεων του ελληνικού λαού, που τα επόμενα χρόνια είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσει πάρα πολύ έντονα. Γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα λαό να δέχεται αυτό το ζήτημα έτσι αδιαμαρτύρητα».